H Mάχη του Ανάλατου: H μεγαλύτερη ήττα των Ελλήνων, ο θάνατος του Καραϊσκάκη και ο ρόλος των Άγγλων








Το κλίμα ανάμεσα στους Έλληνες μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη - Η απροθυμία τους να πολεμήσουν – Η μοιραία επιμονή του Κόχραν και του Τσορτς – Ποια περιοχή και γιατί ονομαζόταν Ανάλατος

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είχε στιγμές δόξας και θριάμβου για τους προγόνους μας. Υπάρχουν όμως και κάποιες μάχες, στις οποίες οι Τούρκοι πέτυχαν σημαντικές νίκες, επωφελούμενοι κυρίως από σοβαρά ελληνικά λάθη. Η μάχη του Πέτα στις 4 Ιουλίου 1822 ήταν μία από αυτές ενώ εξίσου καταστροφική ήταν και η μάχη του Ανάλατου, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 1827. Στη μάχη αυτή, αμέσως μετά τον περίεργο θάνατο του Γεώργιου Καραϊσκάκη είχαμε αναφερθεί ακροθιγώς σε άρθρο μας στις 4/3/2017. Σήμερα όμως θα παραθέσουμε πολλές λεπτομέρειες που προέρχονται κυρίως, από το μνημειώδες εξάτομο έργο του Διονύσιου Κόκκινου «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ».






Για τη μάχη του Ανάλατου έχουν γραφτεί πολλά, σχεδόν πουθενά όμως δεν αναφέρεται πού βρίσκεται ο Ανάλατος και πώς πήρε το όνομά του. Ας δούμε τι γράφει ο Κώστας Η. Μπίρης στο βιβλίο του «ΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΧΩΡΩΝ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ». «Παλαιά τοπωνυμία, περιληπτική πολλών άλλων, καλύπτουσα κυρίως την περιοχήν της Νέας Σμύρνης και του Αγίου Σώστη. Οι γηγενείς κτηματίαι της περιοχής ταύτης συντηρούν την παράδοσιν, ότι προήλθεν η τοπωνυμία από το πηγάδι των Αγίων Θεοδώρων, του οποίου το νερό ήταν γλυκύ (ανάλατον), εν αντιθέσει προς τα άλλα της γειτονικής περιοχής του Βουρλοποτάμου, των οποίων ήτο υφάλμυρον, λόγω της γειτνιάσεως της θαλάσσης. Ενδεικτικό δε είναι, ότι εις παλαιοτέρους χρόνους η τοπωνυμία εξεφέρετο με τον ουδέτερον τύπον Ανάλατο».

Η απροθυμία των Ελλήνων οπλαρχηγών να πολεμήσουν

Ήδη στην Ελλάδα είχαν φτάσει οι Βρετανοί Τσορτς και Κόχραν που είχαν αναλάβει ηγετικές θέσεις στο ελληνικό στράτευμα. Το βράδυ της 22ας Απριλίου 1827, ενώ ο Καραϊσκάκης ψυχορραγούσε στη γολέτα του Τσορτς και ήταν φανερό σε όλους ότι ο θάνατός του ήταν ζητήματα λίγων ωρών, όλοι οι Έλληνες οπλαρχηγοί ήταν θλιμμένοι.

Το σχέδιο που είχε καταστρωθεί από πριν, προέβλεπε να επιτεθούν οι Έλληνες στους Τούρκους για να διασπαστεί η πολιορκία της Ακρόπολης και να απελευθερωθούν οι εκεί πολιορκημένοι Έλληνες.

Ο Κόχραν ωστόσο θεώρησε σωστό να γίνει η επίθεση και για τον σκοπό αυτό κάλεσε τους οπλαρχηγούς σε σύσκεψη για να τους τονίσει ότι η επιχείρηση θα διεξαγόταν κανονικά, όπως είχε αποφασιστεί αρχικά. Επρόκειτο για σοβαρότατο λάθος, καθώς ο Βρετανός δεν έλαβε υπόψη του την απογοήτευση των Ελλήνων οπλαρχηγών και στρατιωτών, η οποία θα τους στερούσε την ορμή και την αποφασιστικότητά τους, δύο βασικά πλεονεκτήματα.



Στη σύσκεψη δεν πήγαν όλοι οι οπλαρχηγοί. Ο Κόχραν ρώτησε όσους ήταν παρόντες, αν ήταν έτοιμοι για την προγραμματισμένη επίθεση. Κανείς δεν απάντησε. Μερικοί συζητούσαν μεταξύ τους αν ήταν σκόπιμο να επιτεθούν, με το ηθικό των στρατιωτών καταρρακωμένο και μήπως ήταν φρόνιμο να περιμένουν λίγες μέρες για να συνέλθουν οι άνδρες τους. Τελικά πήρε τον λόγο ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, που απάντησε στον Κόχραν ότι η θλίψη που είχαν όλοι από τον διαφαινόμενο θάνατο του Καραϊσκάκη ήταν πολύ μεγάλη και κανείς δεν ήταν πρόθυμος να πάει στις Αλυκές (τοποθεσία κοντά στους Τρεις Πύργους), απ’ όπου θα ξεκινούσε η επίθεση προς την Ακρόπολη. Ο Κόχραν έγινε έξαλλος και απείλησε ότι θα φύγει από την Ελλάδα, καθώς οι οπλαρχηγοί δεν τηρούσαν όσα είχαν συμφωνηθεί. Τότε παρενέβησαν ο Τσορτς και ο Μαυροκορδάτος (παρών και στη μάχη του Πέτα θυμίζουμε), ο οποίος επηρέαζε τους Σουλιώτες. Με το σαθρό επιχείρημα ότι αν αποχωρούσε ο Κόχραν, θα ήταν η μεγαλύτερη απώλεια για τον Αγώνα υποσχέθηκαν ότι θα αναλάβουν να τον μεταπείσουν. Ο πολυδιαφημισμένος Κόχραν έλαβε 57.000 λίρες για να έρθει στην Ελλάδα και απέτυχε παταγωδώς σχεδόν παντού (πλην της ναυμαχίας της Ιτέας – Αγκάλης το 1827).

Ήταν βέβαια και τα σχέδιά του κάτι παραπάνω από φιλόδοξα. Ο αρχικός στόχος που έθεσε ήταν η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης (!), την ίδια ώρα που η Επανάσταση κινδύνευε να καταπνιγεί στη Ρούμελη... Ανάλογα σχέδια έκανε 113 χρόνια αργότερα και κάποιος άλλος αλαζόνας, που έταζε στους άνδρες του καφέ το μεσημέρι στα Γιάννενα, και φαγητό το βράδυ στην Αθήνα. Το τι ακριβώς συνέβη με τα όνειρα του Μουσολίνι είναι γνωστό…






Ας επιστρέψουμε όμως στο 1827 και στους Κόχραν και Τσορτς (ή Τσερτς πιο σωστά). Στις 23 Απριλίου, ο Τσορτς πήγε από το πλοίο του στη σκηνή του Βάσσου Μαυροβουνιώτη και κάλεσε εκεί τους Έλληνες οπλαρχηγούς.

Τους ζήτησε να επιτεθούν εναντίον της Ακρόπολης. Τότε ο Γιαννούσης Πανομάρας δήλωσε εκ μέρους των στρατευμάτων του Κερατσινίου και του Πειραιά ότι ήταν έτοιμος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς να μεταβούν στους Τρεις Πύργους, αν αρνούνταν όσοι είχαν αρχικά προσδιοριστεί γι΄ αυτόν τον σκοπό. Αυτό έκανε και άλλους, ανάμεσά τους και τους Σουλιώτες να δεχτούν να πάρουν μέρος στην επιχείρηση όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί. Αρχηγός της φάλαγγας που θα ξεκινούσε από τους Τρεις Πύργους ορίστηκε ο Τσορτς και οδηγός για την κατάληψη των κατάλληλων θέσεων ο Μακρυγιάννης, καθώς γνώριζε τις διάφορες τοποθεσίες. Το άλλο σώμα που είχε μείνει στον Πειραιά ήταν ουσιαστικά ακέφαλο, καθώς δεν υπήρχαν σε αυτό στρατιώτες παρά μόνο οι οπλαρχηγοί…




Το ξεκίνημα της επίθεσης

Τη νύχτα της 23ης προς 24η Απριλίου 1827 επιβιβάστηκαν στα πλοία τα σώματα του Μαυροβουνιώτη, του Π. Νοταρά, του Μακρυγιάννη, του Δ. Καλλέργη, του Χ. Μέξη, του Ι. Μήτσα, του Κ. Μπότσαρη, του Λ. Βεΐκου, του Γ. Δράκου, του Γ. Τζαβέλλα, του Τούσα Μπότσαρη, του Κ. Τζαβέλλα, του Ν. Ζέρβα και των τακτικών με επικεφαλής τον Χαράλαμπο Ιγγλέση. Μαζί τους ήταν και κάποιοι φιλέλληνες. Όλοι οι παραπάνω αποβιβάστηκαν στους Τρεις Πύργους τα βαθιά χαράματα. Οι Σουλιώτες έσπευσαν στη θέση που τους υπέδειξε ο Μακρυγιάννης και αφού την περιχαράκωσαν αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν κατάλληλη.




Την εγκατέλειψαν και κατέλαβαν άλλη, επίσης ακατάλληλη και έσκαψαν εσπευσμένα τα χαρακώματά τους, με τα λίγα ξινάρια και τα φτυάρια που ήταν διαθέσιμα. Εκεί εγκαταστάθηκαν ο Βέικος, ο Δράκος, ο Κώστας Τζαβέλλας, οι φιλέλληνες, ο Καλλέργης με τους Κρητικούς και μερικοί άλλοι. Πίσω από αυτούς καταλήφθηκαν τρεις θέσεις, οι οποίες περιχαρακώθηκαν πρόχειρα και με ατέλειες. Εκεί εγκαταστάθηκαν ο Ιωάννης Νοταράς, ο Ιγγλέσης με τους τακτικούς και τα πυροβόλα, τον Π. Νοταρά και λίγους Αθηναίους, με επικεφαλής τον Νικόλαο Ζαχαρίτσα. Πίσω από αυτούς τοποθετήθηκαν ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης και σε μια μάντρα ο Κώστας Μπότσαρης.

Πίσω από τη μάντρα οχυρώθηκε μια θέση που βρισκόταν μέσα σε αμπελώνες και ένας λόφος κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου δίπλα στην παραλία, όπου εγκαταστάθηκε ο Χριστόδουλος Μέξης με πολεμιστές από τον Πόρο και το Κρανίδι.

Τα μοιραία λάθη των Τσορτς και Κόχραν

Οι Τσορτς και Κόχραν έκαναν ένα ακόμα μοιραίο λάθος. Οι δυνάμεις στις οποίες αναφερθήκαμε αποβιβάστηκαν τα χαράματα και άρχισαν να καταλαμβάνουν τις θέσεις τους στις ελαφρές πτυχώσεις του εδάφους προς την Ακρόπολη, όταν ήδη είχε ξημερώσει για τα καλά. Οι Έλληνες μαχητές δεν είχαν τον απαιτούμενο αριθμό φτυαριών και αξινών και δεν είχε προηγηθεί τοπογραφική αναγνώριση του εδάφους ώστε να καταληφθούν οι θέσεις που έπρεπε για την αντιμετώπιση των αντιπάλων.




Στηρίχθηκαν μόνο σε όσα τους είπε ο Μακρυγιάννης, ο οποίος ούτε παλιός κάτοικος της Αθήνας ήταν, ούτε είχε μεγάλη πολεμική πείρα για να κρίνει στρατηγικά μια τοποθεσία, αλλά τον ωθούσε μόνο η μεγάλη του επιθυμία να ελευθερωθεί η Αθήνα. Οι Τούρκοι που βρίσκονταν στον λόφο του Φιλοπάππου είδαν τις κινήσεις των Ελλήνων που αναφέραμε και η εμπροσθοφυλακή των οποίων είχε φτάσει στο Ανάλατο, κοντά στη σημερινή περιοχή του Αγίου Σώστη, σε πολύ μικρή απόσταση δηλαδή και έσπευσαν να ειδοποιήσουν τον ευρισκόμενο στα… εξοχικά τότε Πατήσια, Κιουταχή. Ο Τούρκος στρατάρχης κινήθηκε αστραπιαία…




Οι ευφυείς ενέργειες του Κιουταχή

Ο Κιουταχής έστειλε δυνάμεις προς τον Ελαιώνα και προς τον Πειραιά, για να κρατήσει σε ακινησία τα ελληνικά τμήματα που βρίσκονταν από το Κερατσίνι μέχρι τον Πειραιά και διέταξε ισχυρότατο πεζικό, αποτελούμενο από 2.000 άνδρες και ιππικό από 600 άνδρες να κινηθούν εναντίον των ελαφρών πρανών που βρίσκονταν κοντά στα παράλια και είχαν καταληφθεί από τους Έλληνες. Ταυτόχρονα διατάχθηκε να αναλάβει δράση το τουρκικό πυροβολικό, που ήταν τοποθετημένο σε λόφο πέρα από τον ναό του Ολυμπίου Διός προς τις προσβάσεις του Υμηττού.

Τέλος, από τα Πατήσια άρχισαν να καταφθάνουν πολλές άλλες τουρκικές δυνάμεις για ενίσχυση των προαναφερθεισών. Στο μεταξύ, στην Ακρόπολη, δεν γινόταν καμία κίνηση από τους πολιορκημένους Έλληνες, παρά τα όσα είχαν υποσχεθεί. Αυτό οφειλόταν ή στο ότι οι έγκλειστοι στον Ιερό Βράχο δεν είχαν επαρκείς δυνάμεις για να πραγματοποιήσουν την επίθεση εναντίον των Τούρκων ή γιατί τρομοκρατήθηκαν από το μεγάλο πλήθος των εχθρών. Το μεσημέρι, ο Κιουταχής, αφού είχε βεβαιωθεί ότι από την Ακρόπολη δεν γινόταν καμία κίνηση, συνεπώς τα νώτα του ήταν ασφαλή, έδωσε εντολή στο τουρκικό πυροβολικό να κανονιοβολήσει τις ελληνικές θέσεις στον Ανάλατο και διέταξε το τουρκικό και πεζικό να καταλάβουν με έφοδο το πρώτο ελληνικό χαράκωμα.

Η μάχη του Ανάλατου και η βαριά ελληνική ήττα

Το χαράκωμα αυτό ήταν χαμηλό και ατελέστατο, οχυρωμένο πρόχειρα και βρισκόταν σε μειονεκτική θέση γιατί μπροστά του υπήρχε λόφος. Πίσω από τον λόφο κρύβονταν δύο χιλιάδες Τούρκοι πεζοί και το τουρκικό ιππικό. Μετά από διαταγή του Κιουταχή, το τουρκικό πεζικό εφόρμησε εναντίον του ελληνικού οχυρώματος. Αρχικά αναχαιτίσθηκε από τους Έλληνες, με απώλειες εκατέρωθεν, αλλά οι Τούρκοι ιππείς πρόλαβαν και κατέλαβαν τη μια πλευρά του οχυρώματος και μπήκαν σε αυτό με έφοδο, με τις σπάθες τους στα χέρια.

Βλέποντας αυτή την εξέλιξη, οι πεζοί Τούρκοι που είχαν αποχωρήσει επέστρεψαν στο οχύρωμα. Οι Έλληνες μόλις πρόλαβαν να αδειάσουν τα ντουφέκια τους και αμύνονταν με σπαθιά και μαχαίρια. Από τους Σουλιώτες και τους Κρητικούς που βρίσκονταν σε αυτό το οχύρωμα, ο Γ. Δράκος και ο Δ. Καλλέργης αιχμαλωτίστηκαν με βαρύτατα τραύματα, μόλις 25 κατάφεραν να φύγουν και όλοι οι άλλοι, που ήταν περισσότεροι από 300 σκοτώθηκαν…

Στη συνέχεια, οι Τούρκοι επιχείρησαν έφοδο εναντίον των Ελλήνων που κατείχαν τις τρεις μετά το πρώτο, εξουδετερωμένο πλέον οχύρωμα, θέσεις. Εκεί αντιμετώπισαν σθεναρή αντίσταση από τους τακτικούς υπό τον Ιγγλέση, τους Αθηναίους υπό τον Ζαχαρίτσα και τους Νοταραίους. Μάλιστα, ο Ιγγλέσης επανειλημμένα κατόρθωσε να απομακρύνει τους Τούρκους, τελικά όμως νικήθηκε. Η μάχη ήταν άνιση και αυτό οφειλόταν στην παρουσία πολυάριθμων Τούρκων ιππέων τους οποίους αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες πεζοί. Από τους 186 τακτικούς, σκοτώθηκαν οι 156, ανάμεσά τους και ο γενναίος αρχηγός τους Ιγγλέσης. Σκοτώθηκαν επίσης πολλοί Αθηναίοι και Κορίνθιοι και ελάχιστοι κατόρθωσαν να διαφύγουν. Μετά και από αυτή την εξέλιξη, όλοι οι υπόλοιποι που κατείχαν θέσεις στα άλλα οχυρώματα έφυγαν κακήν κακώς, καταδιωκόμενοι από το τουρκικό ιππικό. Η καταδίωξη συνεχίστηκε, μέχρι που οι Τούρκοι έφτασαν στην ακτίνα βολής των πυροβόλων όπλων των ελληνικών πλοίων και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν.

Ο απολογισμός της μάχης του Ανάλατου

Ο Τσορτς και ο Κόχραν παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα από τη φρεγάτα «Ελλάς». Ο Κόχραν πρότεινε να επιβιβαστούν γρήγορα στα πλοία όσοι Έλληνες βρίσκονταν στην ακτή, με τον σχηματισμό ενός είδους πλωτής γέφυρας με σειρά εφαπτόμενων λέμβων από την παραλία μέχρι τα καράβια. Του τονίστηκε όμως ότι αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο γιατί οι Έλληνες δεν ήταν εξασκημένοι σε τέτοιες ενέργειες και πολλές λέμβοι υπήρχε κίνδυνος να ανατραπούν.

Η μεταφορά τελικά έγινε με πολλές λέμβους και γρήγορη κωπηλασία. Στη μάχη του Ανάλατου σκοτώθηκαν περισσότεροι από 1.000 Έλληνες, ανάμεσά τους και μερικοί σπουδαίοι οπλαρχηγοί. Λάμπρος Βέικος, Ιωάννης Νοταράς, Γ. Δράκος, Γ. Τζαβέλλας, Χ. Ιγγλέσης, Ι. Μήτσας, Ε. Καλλέργης, Συμεών Ζαχαρίτσας, Κώστας Τζαβέλλας, Φώτος Φωτομάρας, Νούτσος Τσάτσος, Φώτος Βέικος, Πάσχος Κοσμάς, Κίτσος Κοσμάς, Χρήστος Μπέκας, Γιάννης Μπάλας, Χρήστος Τσίτης, Ν. Αγοναρίδης, Ν. Ποταμιάνος, Ζήνων Ισαυρίδης, Άνθιμος Σιναϊδης, Δ. Κουρμούλης, Ε. Ρουστικιανός, Ε. Βαλιάνης, Ν. Ζερβουδάκης, Φραγκιάς, Μιχαήλ Σκλαβουνάκης, Ε. Δαρατσάνος, Γ. Καλαμαράς και Θ. Νικηφοράκης. Από τους φιλέλληνες σκοτώθηκαν οι Ντελαρντουί και Λεφέβρ.




Ο Γ. Δράκος μεταφέρθηκε στη Χαλκίδα όπου αργότερα σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε σύμφωνα με άλλη εκδοχή. Ο Δ. Καλλέργης, του οποίου οι Τούρκοι έκοψαν τα αφτιά, ελευθερώθηκε αφού οι οικείοι του πλήρωσαν ως λύτρα 70.000 γρόσια. Οι αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους ο Τσελεπής Αιγινήτης και οι φιλέλληνες ήταν 150 και θανατώθηκαν όλοι μετά από διαταγή του Κιουταχή. Τα δέρματα από τα κεφάλια τους και πλήθος από κομμένα αφτιά στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως τεκμήριο της μεγάλης τουρκικής νίκης.

Ξεχωριστή και απίστευτη είναι η ιστορία του Τούσια Μπότσαρη, ξαδέλφου του Μάρκου. Αν και διασώθηκε στη διάρκεια της μάχης, βλέποντας την πλήρη καταστροφή είπε: «Δεν θέλω να σωθώ μαζί σας αλλά να χαθώ με τους δικούς μου». Όρμησε με το άλογό του σ’ ένα εχθρικό σώμα και σκοτώθηκε...

Οι απώλειες των Τούρκων - Τι έγινε μετά τη μάχη του Ανάλατου;

Δεν ήταν όμως μόνο οι Έλληνες που είχαν σημαντικές απώλειες, αλλά και οι Τούρκοι. Ιδιαίτερα στα οχυρώματα των Σουλιωτών και του Ιγγλέση οι νεκροί από τουρκικής πλευράς ήταν πολλοί. Μάλιστα σκοτώθηκε και ο αρχηγός του τουρκικού ιππικού, ενώ τραυματίστηκε κι ο Κιουταχής που είχε πλησιάσει πολύ κοντά στο πεδίο της μάχης.

Όσοι από τους Έλληνες κατόρθωσαν να επιβιβαστούν στα πλοία, γιατί κάποιοι σκοτώθηκαν από τους Τούρκους πριν προλάβουν να φτάσουν σ’ αυτά ή πνίγηκαν, μεταφέρθηκαν σε κακή κατάσταση στον Πειραιά. Όσοι ήταν από τα γειτονικά μέρη επέστρεψαν σ’ αυτά είτε με τους αρχηγούς τους, είτε μόνοι τους σε ομάδες. Οι Πετμεζαίοι επέστρεψαν με τους άνδρες τους στην Πελοπόννησο, αφού έδωσαν μάχη στους Μύλους της Ελευσίνας με τους Τούρκους οι οποίοι τους κατείχαν. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, κατείχε το Μετόχι, αλλά εκτοπίστηκε προς τον Ελαιώνα, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης είχε συγκεντρώσει τους άνδρες του στο Φάληρο και ο Πανομάρας κατόρθωσε να κρατήσει το μοναστήρι, αλλά λόγω του πανικού που προκλήθηκε και των απωλειών από τη βαριά ήττα, στις 27 Απριλίου, στα λίγα παραθαλάσσια οχυρώματα του Πειραιά και στο Φάληρο υπήρχαν μόλις 3.500 άνδρες.




Αυτοί απόμειναν από τους 10.000 που είχαν συγκεντρωθεί πριν λίγες μέρες. Φυσικά, ήταν αδύνατο πλέον να γίνει οποιαδήποτε σύγκρουση με τους Τούρκους. Η μάχη του Ανάλατου έκρινε οριστικά όχι μόνο την τύχη των πολιορκημένων στην Ακρόπολη, αλλά και την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά. Ο Καραϊσκάκης, ο μόνος που μπορούσε να συγκροτεί στρατό από διασκορπισμένες δυνάμεις και να πετυχαίνει θριάμβους ήταν νεκρός από τις 4 π.μ. της 23ης Απριλίου 1827. Ο Κιουταχής είχε σπεύσει να αναγγείλει στην Πύλη τον θάνατό του ως πολύ ευχάριστο γεγονός. Αλλά και οι Τουρκαλβανοί φώναζαν στους φρουρούς των ελληνικών θέσεων: «Ώρε ο Καραϊσκάκης ο γιος της καλόγριας πέθανε. Όλοι να βάλετε μαύρα γιατί άλλον σαν κι αυτόν δεν έχετε».




Επίλογος

Η μάχη του Ανάλατου ήταν ίσως η πλέον καταστροφική για τους Έλληνες. Η απόφαση και η ακατανόητη επιμονή, του Κόχραν κυρίως, αλλά και του Τσορτς να δώσουν τη μάχη λίγο μετά τον (περίεργο) θάνατο του Καραϊσκάκη με την ψυχολογία των Ελλήνων στο ναδίρ, ήταν τραγική. Έχουν γραφτεί διάφορα γι’ αυτή την απόφαση, που εστιάζουν κυρίως στο γεγονός ότι οι Άγγλοι δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση τότε (1827), το όποιο ελληνικό κράτος θα δημιουργείτο (είτε ανεξάρτητο, είτε με κάποιας μορφής αυτονομία), να περιλαμβάνει τη Στερεά Ελλάδα, παρά μόνο την Πελοπόννησο, τα γύρω νησιά και τις Κυκλάδες.

ΥΓ. Σε τηλεπαιχνίδι γνώσεων, ακούσαμε πρόσφατα με έκπληξη την ερώτηση: «Ποιος σπουδαίος οπλαρχηγός ήταν επικεφαλής των Ελλήνων στη μάχη του Ανάλατου»; Η απάντηση που δόθηκε και θεωρήθηκε σωστή, ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης! Αλήθεια, πώς ο νεκρός Καραϊσκάκης καθοδηγούσε τους Έλληνες στη μάχη αυτή; Μετά το «Γαλλοαρβανίτικο» (!) Λεξικό» που έγραψε ο Μάρκος Μπότσαρης, όπως αναφέρθηκε στο ίδιο τηλεπαιχνίδι, ήρθε να προστεθεί ένα ακόμα σοβαρό λάθος.



Πηγή: Διονυσίου Α. Κόκκινου, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» 6η έκδοση, Εκδόσεις «ΜΕΛΙΣΣΑ»https://www.oparlapipas.gr/2023/12/h-m-h.html

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια