Οι 18 βασικές ιδιότητες της Ελληνικής γλώσσας





Ψηφίσματα τῶν Ἀθηναίων περὶ τῶν Μεθωναίων τῆς Πιερίας




Οι ιδιότητες αυτές, πολύ περιληπτικά, είναι οι εξής:

1. Ἡ μόνη γλῶσσα στὸν κόσμο ποὺ ὁμιλεῖται συνεχῶς ἐπὶ 4000 ἔτη. Ὅλες οἱ ὁμηρικὲς λέξεις ἔχουν διασωθεῖ στὴν παραγωγὴ τῶν λέξεων καὶ κυρίως στὰ σύνθετα. Π.χ. μπορεῖ σήμερα νὰ λέμε νερό (ἐκ τοῦ νηρόν, ἐξ οὗ καὶ Νηρηίδες, Νηρεὺς κ.λπ.), ἀλλὰ τὰ σύνθετα καὶ τὰ παράγωγα θὰ εἶναι μὲ τὸ ὕδωρ (ὑδραυλικός, ὑδραγωγεῖο, ὕδρευση, ἐνυδρεῖο, ἀφυδάτωση, κ.λπ.) Ἢ τὸ ρῆμα δέρκομαι βλέπω, ποὺ ἔχει διασωθεῖ στὸ ὀξυδερκής.

2. Ἔξυπνοι τόνοι καὶ ἔξυπνα γράμματα. Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἀλλὰ καὶ τὰ φωνήεντα εἶναι πολὺ σημαντικοὶ παράγοντες στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, γιατί, ἂν ἀλλάξει ἕνα πνεῦμα ἢ ἕνας τόνος ἢ ἕνα φωνῆεν, αὐτομάτως ἔχουμε διαφορετικὴ σημασία. Π.χ. τὸ ρῆμα εἴργω (μὲ ψιλὴ) σημαίνει ἐμποδίζω τὴν εἴσοδο, ἐνῷ μὲ δασεῖα (εἱργνύω) σημαίνει ἐμποδίζω τὴν ἔξοδο (κάθειρξις). Σῦρος (μὲ περισπωμένη) εἶναι τὸ νησί, ἐνῷ Σύρος (μὲ ὀξεῖα), εἶναι ὁ κάτοικος τῆς Συρίας. Ἡ λέξη φορὰ (μὲ ὄμικρον) σημαίνει τὴν κατεύθυνση ἑνὸς πράγματος, ἡ λέξη φωρά (μὲ ὠμέγα καὶ ὀξεῖα) σημαίνει τὴν κλοπή, ἐνῷ φωρᾷ (μὲ ὠμέγα, περισπωμένη καὶ ὑπογεγραμμένη) σημαίνει ζητεῖ.


3. Ὁ τονισμὸς δημιουργεῖ θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ ἔννοια. Παράδειγμα, ἡ λέξη ἔργον συντιθέμενη μὲ ἕνα συνθετικὸ ἀποδίδει ἰδιότητα δημιουργώντας τὴν κατάληξη -ουργός. Καὶ ἐδῶ ἔρχεται τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἑλληνικῆς ἡ ὁποία προστάζει: Ἐὰν τὸ ἔργο εἶναι γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων, τότε τονίζεται ἡ λήγουσα, ὅπως μελισσουργός, δημιουργός, σιδηρουργός. Ὅταν ὅμως εἶναι πρὸς...βλάβην τῶν ἀνθρώπων, ὁ τονισμὸς ἀνεβαίνει στὴν παραλήγουσα π.χ. κακοῦργος, πανοῦργος, ραδιοῦργος.

4. Ἡ σοφία. Ἡ γλῶσσα μας ἔχει λέξεις ποὺ περικλείουν, πραγματικά, ὁλόκληρη φιλοσοφία. Π.χ. ἡ λέξη βίος ἀναφέρεται στοὺς ἀνθρώπους ἐνῷ ἡ λέξη ζωὴ στὰ ζῶα, ἡ λέξη φθόνος ἐκ τοῦ φθίνω ποὺ σημαίνει, σβήνω, χάνομαι, ὁπότε ἐπισημαίνεται ἡ ἠθικὴ διδασκαλία τῆς λέξεως αὐτῆς ποὺ μᾶς προστάζει νὰ μὴν φθονοῦμε τοὺς ἄλλους, διότι ὅποιος φθονεῖ τότε φθίνει συνεχῶς, σβήνει καὶ στὸ τέλος χάνεται.

5. Ὁ λακωνισμός, δηλαδὴ ὁ σύντομος, περιεκτικὸς καὶ φιλοσοφημένος λόγος. Ὅταν σὲ μιὰ φράση δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ προσθέσουμε οὔτε νὰ ἀφαιρέσουμε κάτι, τότε ἔχουμε τὴν ὑψίστη τελειότητα, τὴν ὑψίστη σοφία. Π.χ. τὸ «μηδὲν ἄγαν», στὸ ὁποῖο, ἂν ἀφαιρέσουμε τὴ μία ἀπὸ τὶς δύο λέξεις, ἡ ἄλλη μόνη της δὲν σημαίνει κάτι, ἐνῷ, ἂν προστεθεῖ ἕνα ρῆμα, ἡ φράση θὰ χάσει τὴ γενικότητά της.

6. Ἡ κυριολεξία. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διαθέτει μιὰ λέξη γιὰ τὸ κάθε τι. Ἀκόμη κι ἂν φαίνεται ὅτι κάποιες λέξεις σημαίνουν τὸ ἴδιο πρᾶγμα, στὴν πραγματικότητα ὑπάρχουν λεπτὲς νοηματικὲς διαφορές. Γι’ αὐτό, οὐσιαστικῶς, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ὑπάρχουν συνώνυμα. Π.χ. στὴν ἀρχικὴ μορφὴ τῆς γλώσσας μας ὑπῆρχαν τρία ρήματα γιὰ τὸ ἀνακατεύω. Τὸ κεράννυμι (ἀνακατεύω δύο ὑγρὰ καὶ δημιουργῶ μιὰ νέα χημικὴ ἕνωση, π.χ. οἶνος + ὕδωρ κρασί), τὸ μείγνυμι (ρίχνω στὸν ἴδιο τόπο δύο ὑγρὰ σὲ ἀγγεῖο, ἢ δύο στερεὰ στὸ σάκκο), ποὺ ἁπλῶς σημαίνει ἕνωση, καὶ τὸ φύρω (ἀνακατεύω κάτι ξηρὸ μὲ οὐσία ὑγρὴ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λερωθεῖ τὸ στερεὸ ἀπὸ τὸ ὑγρό, ὅπως φύραμα, αἱμόφυρτος).

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια