Τα όρια της Βορείου Ηπείρου: Τι γράφουν οι αρχαίου συγγραφείς και οι χαρτογράφοι των νεότερων ετών




Γραικοί και Έλληνες – Τι γράφουν ο Αριστοτέλης, ο Στράβωνας κ.ά. – «Νέα» και «Παλαιά» Ήπειρος – Αρχαίοι και νεότεροι χάρτες Ηπείρου και Αλβανίας

Από: protothema.gr - ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΟΥΚΑΣ

Στα χρόνια της Κατοχής, ο Νικόλαος Β. Πατσέλης, έγραψε μια μελέτη 180 περίπου σελίδων, με τίτλο «Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΡΑ». Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έθεσε το πόνημά του στη διάθεση της Κεντρικής Επιτροπής Ελληνικών Δικαίων για να το αξιοποιήσει κατάλληλα.

Σε απάντησή της στις 30/4/1945, μετά από εισήγηση του καθηγητή της ιστορίας Μ. Βολανάκη, η επιτροπή έκρινε τη μελέτη «κατάλληλον προς έκδοσιν και κυκλοφορίαν μεταξύ κυρίως των διανοουμένων, λόγω του επιστημονικού χαρακτήρος και του μεγέθους αυτής». Πρόσθετε όμως ότι «δια την διαφώτισιν ευρύτερου κύκλου ανθρώπων η Επιτροπή έκρινε ότι δέον να γίνει παρ’ υμών περίληψις αυτής εις 15-20 σελίδας, η οποία να εκτυπωθεί εις πολλάς χιλιάδας αντιτύπων…».

Η δε Επιτροπή των εθνικών δημοσιευμάτων, αφού μελέτησε για 4 μήνες τα χειρόγραφα του Ν. Πατσέλη, κατέληξε στο εξής συμπέρασμα για το έργο του: «Εγκλείει επιμέλειαν μελίσσης, παραθέτει εκ παντοίων βιβλίον παν χρήσιμον δια τας διαφόρους εποχάς του ιστορικού βίου της Ηπείρου», ωστόσο «…είναι πάρα πολύ εκτενές και εξέρχεται των ορίων του ενδιαφέροντος και των οικονομικών δυνάμεων της Επιτροπής».

Έτσι, σε μια εποχή όπου άλλες χώρες, προσπαθούσαν να τεκμηριώσουν, συχνά με ανακρίβειες, τις θέσεις τους, εν όψει των ανακατατάξεων που δρομολογούνταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα κάποιοι ήθελαν με «φυλλάδια» 15-20 σελίδων, να διαφωτίσουν την ελληνική αλλά και την παγκόσμια κοινή γνώμη για το βορειοηπειρωτικό.

Έχουμε στη διάθεσή μας το βιβλίο του Νικόλαου Πατσέλη και θα αναφέρουμε ορισμένα, ενδιαφέροντα θεωρούμε, στοιχεία για την Ήπειρο, ιδιαίτερα για τα όρια της Βορείου Ηπείρου. Κάποια από τα στοιχεία αυτά, πιθανότατα, δεν υπάρχουν όχι μόνο στο διαδίκτυο, αλλά ούτε και σε κάποιο άλλο βιβλίο.



Η Ήπειρος από την αρχαιότητα ως την τουρκοκρατία– Γραικοί και Έλληνες

Ο Πτολεμαίος, θεωρεί την Ήπειρο λίκνο και κοιτίδα του πολιτισμού, γράφει δε χαρακτηριστικά: «Αρχέγονος Ελλάς Ήπειρος» και ότι «Αρχά Ελλάδος από Ωρικίας». Κατά τον Πτολεμαίο λοιπόν, η Ελλάδα άρχιζε από την Ωρικία, δηλαδή την περιοχή μεταξύ της Χιμάρας και της Αυλώνας. Αλλά και ο περιηγητής Διονύσιος (στίχος 399), αναφέρει ως όριο της Ελλάδας τον Ωρικόν, όπου εγκαταστάθηκαν στα γεράματά τους ο Κάδμος
και η σύζυγός του Ερμιόνη από τη Θήβα.



Ο μεγάλος αρχαίος γεωγράφος Στράβωνας, χωρίζει την Ήπειρο από την Ιλλυρία με την Εγνατία Οδό, η οποία από την Απολλωνία και την Επίδαμνο (σημ. Δυρράχιο) φτάνει μέσω της Οχρίδας και του Πυλώνος στη Θεσσαλονίκη. Η Εγνατία Οδός, ήταν χαραγμένη παράλληλα προς τον ποταμό Γενούσο (ή Σκούμπη). Και συνεχίζει ο Στράβωνας: «Ταύτην (δηλ. την Εγνατία) δη τη οδόν εκ των περί την Επίδαμνον και την Απολλωνίαν ιούσιν, εν δεξιά μεν εστί τα Ηπειρωτικά έθνη, κλυζόμενα τω Σικελικώ πελάγει μέχρι του Αμβρακικού κόλπου, εν αριστερά δε τα όρη των Ιλλυριών».

Σε άλλο σημείο, γράφει: «Ηπειρώται δ’ εισί και Αμφίλοχοι και οι υπερκείμενοι και συνάπτοντες τοις Ιλλυρικοίς όρεσι τραχείαν οικούντες χώραν». Και τέλος προσθέτει: «Λοιπή δ’ εστί της Ευρώπης η εντός Ίστρου και της κύκλω θαλάττης αρξαμένη από του μυχού του Αδριατικού μέχρι του ιερού στόματος του Ίστρου (Δούναβη), εν η έστιν η τε Ελλάς και τα των Μακεδόνων και Ηπειρωτών Έθνη».

Εκτός όμως από τον Στράβωνα, τα όρια της Ηπείρου τοποθετούνται στον ποταμό Γενούσο και από τον Σκύλακα, τον Πλίνιο, τον Πομπώνιο Μέλα (Pomponius Mela), τον Θουκυδίδη και τον Πτολεμαίο, όπως είδαμε. Στα χρόνια του Πύρρου μάλιστα, ο οποίος ένωσε όλα τα ηπειρωτικά έθνη σε μια διοίκηση, η Ήπειρος έφτανε ως τον ποταμό Μάτ(ι), στο κέντρο της σημερινής Αλβανίας. Βέβαια οι Αλβανοί, θεωρούν τον Πύρρο Αλβανό και τον εμπλέκουν, όπως βλέπετε και στο έμβλημα που ανακαλύψαμε, στο θέμα της Τσαμουριάς.

Για την Ήπειρο, γράφει και ο μεγάλος Αριστοτέλης: «…και γάρ ούτος (ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα), περί τον ελληνικόν εγένετο μάλιστα τόπον και τούτου περί την Ελλάδα την αρχαίαν αύτη δ’ έστιν η περί Δωδώνην και τον Αχελώον, ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν. Ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες».

Ο κορυφαίος Έλληνας γλωσσολόγος, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, κύριος Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, σε συνέντευξή του τον Ιούλιο του 2018, είπε μεταξύ άλλων: «Στον Αριστοτέλη εμφανίζεται ένας μικρός λαός, οι γράες (με περισπωμένη) οι οποίοι ζούσαν γύρω από το μαντείο της Δωδώνης και είναι ίσως οι πρώτοι Έλληνες. Επίσης στη σημερινή Μαγνησία, κοντά στον βόλο, υπήρχαν οι Ελλάνες (με περισπωμένη) που έγιναν μετά Έλληνες, όπου το α δωρικό γίνεται η, ανέβηκε ο τόνος και έγινε Έλληνες. Στον Όμηρο εμφανίζεται η λέξη Πανέλληνες, που σημαίνει ότι είχαμε από πολύ νωρίς την αίσθηση της κοινής καταγωγής. Και οι δύο μαρτυρίες είναι αρχαίες και θα λέγαμε και ισότιμες…».

Υπάρχει βέβαια και η εκδοχή, ότι η λέξη «Έλληνες», προέρχεται από τους κατοίκους της περιοχής γύρω από τη Δωδώνη, τους «Σελλούς» ή «Ελλούς». Παρεμπιπτόντως και την περιοχή της Δωδώνης οι Αλβανοί τη θεωρούν ως δική τους από την αρχαιότητα…

Ο Ησύχιος γράφει χαρακτηριστικά: «Ελλοί»: Έλληνες οι εν Δωδώνη και οι Ιερείο. Ο λαός αυτός των (Σ)Ελλών, επεκτάθηκε αργότερα μέσω της Πίνδου προς τη Θεσσαλία και την πεδιάδα του Σπερχειού και ίδρυσε το πρώτο ελληνικό κράτος, φθάνοντας ως την Εύβοια που ονομάστηκε Ελλοπία, όπως γράφει ο Στράβων.

Φαίνεται δε ότι η κυριολεκτική έννοια του «Σελλός», είναι ίδια με εκείνη του «Έλλην», δηλαδή λαμπρός, ευγενής, ψηλός, είτε ως προς το ανάστημα, είτε ως κάτοικος τόπων που βρίσκονται ψηλά, είτε αυτός που ήλθε από ψηλότερα ή βορειότερα εδάφη.

Στα μεταγενέστερα χρόνια, επικράτησε ο όρος Γραικός. Μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το 1830, καθιερώθηκε το «Έλληνας», το οποίο στο παρελθόν είχε την έννοια ‘εθνικός, ειδωλολάτρης’.

Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα, ο ελληνικός χαρακτήρας της Ηπείρου, η οποία πιθανότατα αποτελεί την κοιτίδα των Ελλήνων. Ορισμένοι αρχαίοι ιστορικοί και συγγραφείς, χαρακτηρίζουν μερικά από τα ηπειρωτικά φύλα ως βαρβάρους. Έτσι, ο μεν Ηρόδοτος θεωρεί τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς Έλληνες, ο δε Θουκυδίδης βάρβαρους. Ο Στράβων αντίθετα, θεωρεί βάρβαρους τους Αθαμάνες, τους οποίους όμως ο Πλάτωνας συγκαταλέγει μεταξύ των Ελλήνων.

Όπως όμως συμβαίνει και με τους αρχαίους Μακεδόνες, έτσι και οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου, δεν χαρακτηρίζονται «βάρβαροι» ως αλλοεθνείς και απολίτιστοι, αλλά επειδή μιλούσαν μια ακατέργαστη και τραχιά γλώσσα, ειδικά για τους Αθηναίους, όπως ο Θουκυδίδης.

Αν και οι Ηπειρώτες ποτέ δεν είχαν ισχυρό ναυτικό, πήραν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας με 7 τριήρεις (Ηρόδοτος Η 45). Στα χρόνια του Πύρρου, η Ήπειρος έφτασε στο απόγειο της ακμής της κατά την αρχαιότητα. Τις εκστρατείες όμως του Πύρρου στην Ιταλία, δεν τις ξέχασαν ποτέ οι Ρωμαίοι. Το 168 π.Χ., ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος εκπόρθησε 70 πόλεις της Ηπείρου τα τείχη των οποίων κατέστρεψε από τα θεμέλια και υποδούλωσε μυριάδες Ηπειρώτες.


Σύντομα όμως η εύανδρος Ήπειρος, επανέκτησε την παλιά της αίγλη και δόξα (περιοδικό Νέος Ελληνομνήμων, Τεύχος Δ.1913, σ. 369-443). Τους επόμενους αιώνες,
παρά τις επιδρομές και τις λεηλασίες βάρβαρων στιφών, η Ήπειρος παρέμεινε ακραιφνώς ελληνική, διατήρησε ακμαίο το φρόνημα και διαφύλαξε ως ιερή παρακαταθήκη τις παραδόσεις των προγόνων της.

Το 1204, με την ίδρυση του «Δεσποτάτου της Ηπείρου», που είχε πρωτεύουσα την Άρτα και εκτεινόταν από τη Ναύπακτο ως το Δυρράχιο, η Ήπειρος αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες εστίες του ελληνισμού. Αργότερα, η Ήπειρος πέρασε στα χέρια των Σέρβων. Στο «Ιστορικόν» που έγραψαν τον 14ο αιώνα οι μοναχοί Κομνηνός και Πρόκλος, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η πόλη των Ιωαννίνων είχε μεταβληθεί από «πολυθρύλητος» σε «πολυθρήνητος» και οι κάτοικοι των πόλεων, κατέφευγαν στα βουνά και τα σπήλαια για να σωθούν.

Η σύντομη σερβοκρατία της Ηπείρου, άφησε ως ενθύμια κάποια τοπωνύμια που σώζονται μέχρι σήμερα, δεν μπόρεσε όμως να αλλοτριώσει την ελληνικότητα των κατοίκων της, τα ήθη και τα έθιμα, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους.





Σύνορα Ηπείρου και Αλβανίας

Όπως είδαμε, στα χρόνια του Πύρρου, η Ήπειρος έφτανε ως τον ποταμό Μάτ(ι). Από το βασίλειο εκείνο, το μεν τμήμα από τις εκβολές του Αώου και της οροσειράς του Γράμμου ως τον Ματ, ονομάστηκε «Νέα Ήπειρος» (Epirus Nova) ή «Ελληνική Ιλλυρία» (Illyria Graeca), σε αντιδιαστολή της υπόλοιπης Ηπείρου που ονομάστηκε από τότε «Παλαιά Ήπειρος» (Epirus Vetus) (Μ. Δήμιτσα, «Μακεδονικά»).

Αργότερα, η «Παλαιά Ήπειρος», περιλάμβανε το τμήμα της Ηπείρου που ανήκει σήμερα στη χώρα μας και μέρος της επαρχίας Αργυροκάστρου, η δε «Νέα Ήπειρος», τις επαρχίες Κορυτσάς, Βελεγράδων, Δυρραχίου, Διβρών και την πόλη της Αχρίδας.

Η διαίρεση αυτή, έγινε στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδόσιου, αναγράφεται δε στην «Notitia dignitatum utriusdue Imperii», επίσημη ρωμαϊκή ορολογία για τα τότε σύνορα της Ηπείρου. Η διαίρεση αυτή, διατηρήθηκε ως τα χρόνια της φραγκοκρατίας.

Αλλά και στον «Συνέκδημον» του Ιεροκλή (6ος αι.), όπου αριθμούνται «αι πάσαι επαρχίαι και πόλεις αι υπό τον βασιλέα των Ρωμαίων, τον εν Κωνσταντινουπόλει», η Ήπειρος κατέχει την 12η επαρχία.

«Δωδεκάτη Επαρχία Παλαιάς Ηπείρου υπό ηγεμόνα πόλεις δώδεκα: μητρόπολις Νικόπολις, Δωδώνη, Εύροια (πιθανότατα τα σημερινά Γιάννενα), Άκτιον, Αδριανούπολις, Άππων, Φοινίκη, Αγχίασμος, Βουθρωτός, Φωτική, Κέρκυρα νήσος, Ιθάκη νήσος. Δεκάτη Τρίτη επαρχία Νέας Ηπείρου υπό κονσουλάριον, πόλεις εννέα: Δυρράχιον, Σκάμπα, Απολλωνία, Βούλις, Αμαντία, Πουλχεριούπολις, Αυλών, Λυχνιδός μητρόπολις, Λιστρών και Σκεπών».

Η δωδέκατη επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λοιπόν, η «Παλαιά Ήπειρος» άρχιζε από τον Αμβρακικό Κόλπο και το Ιόνιο Πέλαγος και έφτανε ως τη Σκόδρα. Όπως βλέπουμε, δεν γίνεται καμία αναφορά ούτε σε Βόριο Ήπειρο. Ούτε σε Αλβανία φυσικά…

Όπως γράφει ο Ν. Πατσέλης, ο όρος «Νότια Αλβανία», πρωτοχρησιμοποιήθηκε κατά τον Bianconi από το αυστριακό επιτελείο, για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας.



Τι δείχνουν οι χάρτες – Από την αρχαιότητα ως τα τέλη του 19ου αιώνα

Οι χάρτες της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, απεικονίζουν την Ήπειρο και την Ιλλυρία, να χωρίζονται από το Δυρράχιο (αρχ. Επίδαμνος). Ο χάρτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του 40 μ.Χ., σημειώνει Αχαΐα, Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο και Ιλλυρία, οι οποίες χωρίζονται από το Δυρράχιο. Οι χάρτες των χρόνων των σταυροφοριών (1095-1270) στη Βαλκανική, σημειώνουν μόνο τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ιλλυρία ή Αλβανία δεν υπάρχουν πουθενά…

Ο γεωγραφικός άτλας του P. Mariette (Παρίσι 1645),
χωρίζει την Ήπειρο από την Αλβανία με τη Χιμάρα και την Αυλώνα και συμπεριλαμβάνει στην Ελλάδα όλη τη Β. Ήπειρο. Το ίδιο συμβαίνει με τους χάρτες του Dancherus (1650), του R. Randolph (Graecia 1650), του G. Blan (1650), του F. de Wit (Άμστερνταμ 1680), του J.B. Nolin (Παρίσι 1699), του Philip Sea (A new map of the world 1690-1701) και του J.B. Homann (Νυρεμβέργη 1740).

Από τους μεταγενέστερους, ο Πουκεβίλ συμπεριλαμβάνει στην Ήπειρο, την υποδιοίκηση Δέλβινου, το Βεράτι και τη Μοσχόπολη.

Ο Bianconi, στον «Εθνογραφικό και Οροϋδρογραφικό χάρτη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας», τοποθετεί τη νότια μεθόριο της Αλβανίας στα δυτικά του Αώου, αφήνοντας όλη την περιοχή της Κορυτσάς στην Ελλάδα. Στον «Εθνογραφικό χάρτη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και Ελλάδας», του γεωγραφικού ιδρύματος Stanford του Λονδίνου(1877), η ΝΔ γραμμή της Αλβανίας ακολουθεί την γραμμή του κόλπου της Αυλώνας, βόρεια της Κλεισούρας – δυτικά της Μοσχόπολης και Οχρίδας, που περιλαμβάνει στην Ελλάδα.

Αλλά κι ο χάρτης του Ιταλού Giovanni Amadore Virgilj (1908), αφήνει στην Ελλάδα ολόκληρη την περιοχή της Χιμάρας και του Δέλβινου, το ανατολικό και κεντρικό τμήμα του Αργυρόκαστρου, το ανατολικό τμήμα του Τεπελενίου, ολόκληρο το δυτικό τμήμα της Πρεμετής, με την πόλη και τα 2/3 της διοίκησης Κορυτσάς.

Τέλος, ο μεγάλος Γερμανός γεωγράφος Kiepert, τοποθετεί τα ελληνοαλβανικά σύνορα στον ποταμό Γενούσο και γράφει «ότι δεν γνωρίζει επαρχίαν περισσότερον ελληνικήν από την Ήπειρον ως προς τον αριθμό του πληθυσμού, της γλώσσης, την διάνοιαν, την εμπορικήν, ναυτικήν και βιομηχανικήν κίνησιν, με μιαν λέξιν ό,τι αποτελεί τα αληθινά χαρακτηριστικά μιας ζωηράς εθνότητας».



Μια σειρά από χάρτες, χωρίζουν την ήπειρο από την Αλβανία με τον ποταμό Άψο:

i. Χάρτης της ελληνικής χερσονήσου σχεδιασμένος το β’ μισό του 16ου αι.(Πολιτικό μουσείο Βενετίας)
ii. Ναυτικός χάρτης της Μεσογείου, του Κερκυραίου Ιωάννη Ξενοδοσίου (Πολιτικό Μουσείο Βενετίας)
iii. Ναυτικός χάρτης της Μεσογείου, του Γεωργίου Καλαπόδα (16ος αι.)
Τέλος, η Ήπειρος από την Αλβανία, χωρίζονται με τον ποταμό Γενούσο στους εξής χάρτες:
i. Χάρτης της Μεσογείου, του Βισκόντε Μάτζιολο από τη Γενεύη (1524, Αμβροσιανή βιβλιοθήκη Μιλάνου)
ii. Χάρτης της Α. Μεσογείου, του E. A. Nordenskjold (16ος αι.)
Τα στοιχεία που παραθέσαμε, είναι κατά την άποψή μας, συγκλονιστικά, αδιαμφισβήτητα και ατράνταχτα. Δυστυχώς, δεν αξιοποιήθηκαν όταν έπρεπε από την ελληνική πολιτική ηγεσία. Τα φέρνουμε στο φως, για πρώτη φορά, προκειμένου να διαλύσουμε κάθε ψευδαίσθηση ορισμένων, που ορέγονται Μεγάλη Αλβανία και παρουσιάζουν τους ανάλογους απαράδεκτους χάρτες. Η συντριπτική πλειοψηφία των παραπάνω χαρτών, τοποθετεί τα φυσικά σύνορα Ηπείρου και Αλβανίας, στον ποταμό Γενούσο(Σκούμπη).

Ο Ν. Πατσέλης για τους Αλβανούς.

Ο Ν. Πατσέλης, γράφει βέβαια πολλά και για τους Αλβανούς, τα οποία, ίσως, μας απασχολήσουν άλλη φορά. Σχετικά με την καταγωγή τους, κατά τον Virgilj, αυτή είναι άγνωστη. Σύμφωνα με το «Ηπειρωτικό Χρονικό» του Ι. Βογιατζίδη (1926), ανώνυμος ιστορικός του 14ου αιώνα, γράφει γι’ αυτούς:

«Νομαδικόν γαρ το γένος και λυπρόβιον (που ζει σε άθλιες συνθήκες), ου φρουρίοις, ου κώμαις, ουκ αγροίς, ουκ αμπελώσιν, αλλ’ όρεσι γαίρον και πεδιάσιν».
Όσο για το όνομα «Σκιπετάρ», κατά τους Αλβανούς προήλθε από το σκιπ = αετός, γι’ αυτό αποκαλούνται Αετιδείς. Άλλοι, θεωρούν ότι σκιπετάρ = ορεινός και άλλοι ότι σημαίνει τον φρόνιμο, τον συνετό (από το λατινικό excipio = αισθάνομαι, εννοώ).

Ο Α. Χατζής, δίνει μία άλλη εκδοχή. Ότι η λέξη «Σκιπετάρ», προέρχεται από τη ρίζα σκιπέτ (ιταλική λέξη schipetto), που σημαίνει όπλο, πυροβόλο. Είναι γνωστό από πολλούς αιώνες πριν, ότι οι Αλβανοί οπλοφορούσαν, όσοι μάλιστα δεν είχαν όπλο χλευάζονταν και περιφρονούνταν. Φαίνεται λοιπόν, ότι οι Αλβανοί έγιναν γνωστοί στους Έλληνες ως μισθοφόροι, που είχαν σκιπέτο (όπλο). Την άποψη αυτή, φαίνεται ότι ενστερνίζεται και η Ακαδημία Αθηνών, σύμφωνα με τα πρακτικά της οποίας του 1929 (σελ.102-108), το όνομα Σκιπετέρης, και τα συναφή, χρονολογούνται από την εποχή της εμφάνισης των πυροβόλων.

Πηγή:
Νικόλαου Β. Πατσέλη, «Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΡΑ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Μ.Γ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ & ΣΙΑ, Αθήνα, χ.χ.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια