Μακεδονία 1946-1987 και γιατί η Ελλάδα αποκοιμήθηκε





Όποιος γνωρίζει τη γεωγραφία και την ιστορία τής περιοχής αντιλαμβάνεται τη μοναδική σημασία που έχει για τα Σκόπια η σχέση τους με την Ελλάδα, και άρα η αναγνώρισή τους από αυτήν. Τα Σκόπια δεν μπορούν να επιζήσουν οικονομικά χωρίς την Ελλάδα, εάν δεν το θέλει η Ελλάδα, όσες αναγνωρίσεις και αν υπάρξουν..


Άποψη
Από: analyst.grΞένη Δημοσίευση – του κ. John D. Pappas (στα αγγλικά εδώ).





Μετά την ήττα της Βουλγαρίας από τον τριμερή συμμαχικό συνασπισμό της Ελλάδος, της Σερβίας και τής Ρουμανίας στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο (29 Ιουνίου – 10 Αυγούστου 1913), η περιοχή της επιλεγομένης «γεωγραφικής Μακεδονίας», όπως αυτή σκιαγραφείται ασαφώς σε χάρτες τής Οθωμανικής εποχής (‘Εκθ. 1), ήτοι με γεωγραφικά όρια που ποικίλουν από χάρτη σε χάρτη, «διαμελίστηκε» (1) δια τής Συνθήκης Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) μεταξύ κυρίως τής Ελλάδος (51%), τής Σερβίας (λιγότερο από 39%) και τής Βουλγαρίας (10%).(2)
1.Ονοματολογική ισορροπία
Μετά δε τόν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σερβία έγινε μέλος τού «Βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων», τό οποίο μετονομάστηκε τό 1929 σε «Βασίλειο τής Γιουγκοσλαβίας» και χωρίστηκε σε επαρχίες που ονομάζονται «μπανόβινες» (banovinas). Η «Νότια Σερβία», που περιλαμβάνει τήν σημερινή επικράτεια τής πΓΔΜ,
επονομάσθηκε «Μπανόβινα τού Βαρδάρη» (Vardar Banovina), όπως ήταν διεθνώς γνωστή μέχρι τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς δηλαδή να περιλαμβάνει τήν λέξη «Μακεδονία».


Παρομοίως, μετά τήν Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (1913), τόσο η Βουλγαρία όσο και η Ελλάδα απέφευγαν συστηματικά, επί δεκαετίες, να χρησιμοποιούν τίς λέξεις «Μακεδονία» ή «Μακεδονικό» σε επίσημα διοικητικά έγγραφα που αναφέροντο στις αντίστοιχες περιφέρειές τους: Η γεωγραφική Μακεδονική περιοχή τής νοτιοδυτικής Βουλγαρίας (Μακεδονία τού Πιρίν) ονομάστηκε τότε (και έκτοτε μέχρι σήμερα) σε «επαρχία Μπλαγκόεβγκραντ» (Blagoevgrad province), ενώ η Ελληνική Μακεδονία αναφέρετο επισήμως ως περιοχή τών αποκαλουμένων «Νέων Χωρών» ή «Βορείου Ελλάδος» από τότε μέχρι τό 1988.


Αυτή η ενδοβαλκανική «ονοματολογική ισορροπία», αφενός ως προς τό (αυθαίρετο) ιδεολόγημα τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» και αφετέρου ως προς τήν (πραγματική) λέξη «Μακεδονία», ήταν σύμφωνη με τήν αρχή τών σχέσεων καλής γειτονίας — Θεμελιώδη αρχή στο διεθνές
δίκαιο—και ευθυγραμμίζετο με τό πνεύμα και τό γράμμα της ως άνω Συνθήκης Ειρήνης τού Βουκουρεστίου, στο κείμενο τής οποίας ουδαμού ανεφέρετο η λέξη «Μακεδονία».(3) Γενικά, αμέσως μετά τόν ως άνω «διαμελισμό» (τρόπος τού λέγειν) τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» δι’ εκείνης τής συνθήκης, καμία τίς συμβαλλόμενες Ελέγχουσες Δυνάμεις (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία) δεν επέτρεπε τήν επίσημη χρήση αυτού τού ονόματος («Μακεδονία») στο τμήμα τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» που είχε ενσωματώσει στην επικράτειά της.(4)
2.Μακεδονικός αλυτρωτισμός 1918-1944
Στο μεταξύ όμως, από τό 1918, ήτοι μετά την ΣυνθήκηΕιρήνης τού Βουκουρεστίου (1913), η ιδέα περί μιας Ενωμένης Μακεδονίας ή Μεγάλης Μακεδονίας ανεδύθη ως τό πρωταρχικό ιδεολόγημα τής Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (IMRO), τών οποίων οι ηγέτες – ­Τόντορ Αλεξάντροφ, Αλεξάνταρ Πρωτογκέροφ και Ιβάν Μιχάίλοφ — είχαν ως στόχο τήν ανεξαρτησία ολόκληρης τής «γεωγραφικής Μακεδονίας». Τό 1918 η Βουλγαρική κυβέρνηση τού Αλεξάντερ Μαλινόφ προσφέρθηκε να συνεισφέρει τήν περιοχή τού Μπλαγκόεβγκραντ (Μακεδονία τού Πιρίν) γι’ αυτόν τόν σκοπό. Επιπλέον, η Κομιντέρν (Τρίτη Διεθνής) εξέδωσε ένα ψήφισμα τό 1934, δια τού οποίου
για πρώτη φορά διατυπώθησαν πολιτικές κατευθύνσεις ρητώς για τήν αναγνώριση τής ύπαρξης χωριστού «Μακεδονικού έθνους» και διακριτής «Μακεδονικής γλώσσας».


Έκθ 1: Turquie D’Europe. Jean Janvier 1780


Εντούτοις, μια δεκαετία αργότερα, τόν Μάιο τού 1943, ο Στάλιν διέλυσε τήν Κομιντέρν, προκειμένου να φέρει τήν Σοβιετική «Ενωση σε πλήρη γεωπολιτική ευθυγράμμιση με τούς Δυτικούς Συμμάχους εναντίον τού κοινού εχθρού, την Ναζιστική Γερμανία, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Οι εξελίξεις τού Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου είχαν καταστήσει τήν Κομιντέρν ένα αναχρονιστικό γεωπολιτικό «βαρίδι», τό οποίο κάθε άλλο παρά συνέβαλε θετικά στις προσπάθειες τού Στάλιν να παρωθήσει τούς Δυτικούς Συμμάχους του (1943) να ανοίξουν ένα δεύτερο κρίσιμο (δυτικό) μέτωπο στην ηπειρωτική Ευρώπη εναντίον τής Γερμανίας.


Κατά συνέπεια, μαζί με τήν Κομιντέρν, τό «Μακεδονικό Ζήτημα» (Μακεδονικός μεγαλοϊδεατισμός) «εξαφανίστηκε» ως δια «μαγείας» από τό διπλωματικό προσκήνιο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικά από τό 1943, τουλάχιστον σε γεωστρατηγικό επίπεδο—παρότι σε τακτικό επίπεδο ένα μέρος τής Ελληνικής Μακεδονίας και τής νότιας Γιουγκοσλαβίας διατελούσαν υπό κοινή Γερμανο-Βουλγαρική κατοχή τό 1941-1944, στο δε Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας καλιεργούντο, όλο και περισσότερο από τό 1943, ιδέες Μακεδονικού αλυτρωτισμού.


3.Τιτοϊκή ονοματολογική ανισορροπία
Μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως, η προαναφερθείσα «ονοματολογική ισορροπία» ως προς τήν «γεωγραφική» Μακεδονία, διαταράχθηκε μάλλον ανεπανόρθωτα, λόγω πρωτοβουλιών τού ηγέτη τής Γιουγκοσλαβίας, στρατάρχη Τζόζιπ Μπροζ Τίτο: Στις 11 Οκτωβρίου 1945, λίγο πριν κλιμακωθεί ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος στη β» φάση του (1946-1949), ο Τίτο ανεφέρετο στην ελληνική επαρχία τής Μακεδονίας με τόν δικό του όρο «Μακεδονία τού Αιγαίου».
Κατά τό επόμενο μάλιστα έτος (1946), ο Τίτο προσέδωσε ομοσπονδιακή πολιτική υπόσταση στη νότια περιοχή τής Γιουγκοσλαβίας (Vardar Banovina), μετονομάζοντας την παράλληλα—κατά παράβαση τού πνεύματος και τού γράμματος τής Συνθήκης Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (1913)—σε «Λαϊκή Δημοκρατία τής Μακεδονίας», ως ομόσπονδο κράτος τής Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας τής Γιουγκοσλαβίας. Πολύ αργότερα, στο νέο σύνταγμα τής Γιουγκοσλαβίας τού 1963, η νότια περιοχή τής Γιουγκοσλαβίας μετονομάστηκε ξανά, αυτή τήν φορά σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία τής Μακεδονίας», προκειμένου να ευθυγραμμισθεί τό όνομά της αφενός με εκείνα τών άλλων («Σοσιαλιστικών») Γιουγκοσλαβικών ομοσπόνδων κρατών και αφετέρου με τό νέο όνομα τής Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας («Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γιουγκοσλαβίας»).
4.Τιτοϊκός μεγαλοϊδεατισμός
Εκείνες οι πρωτοβουλίες (ή γεωπολιτικές αυθαιρεσίες) τού Τίτο από τό 1945, ήσαν εκφάνσεις τής επιθετικής του πολιτικής ατζέντας περί Μακεδονικού αποσχιστικισμού (Macedonian separatism), ήτοι τό ιδεολόγημα τής μελλοντικής ενοποίησης και πολιτικής αυτονόμησης ολόκληρης τής (δήθεν) «γεωγραφικήςΜακεδονίας», τό οποίο προωθείτο συστηματικά από τόν Τίτο εν συνδυασμώ μάλιστα με τίς ρητώς εκπεφρασμένες μεγιστοποιητικές (μεγαλοϊδεατικές) βλέψεις του για τήν δημιουργία μιας μεγάλης Νοτιο-Σλαβικής (Βαλκανικής) συνομοσπονδίας στο απώτερο μέλλον, παρότι οι Νικήτριες Δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και τής Σοβιετικής ‘Ένωσης, αντιτάχθηκαν εξ αρχής σε εκείνη τήν εξωπραγματική Μεγάλη Ιδέα.


Εκθ.2: The <Greater Bulgaria>> (Rusinow,ibid.p5)
Τά πολιτικά σχέδια τού Τίτο εις προώθηση τού Μακεδονικού αλυτρωτισμού απέβλεπαν παρεμπιπτόντως, αν όχι πρωταρχικώς, να αντισταθμίσουν και τελικά να εξουδετερώσουν τόν Βουλγαρικό αλυτρωτισμό, που εκπήγαζε από τό συλλογικό «Τραύμα τού San Stefano» τών Βουλγάρων, μετά τήν διπλωματική τους αποτυχία να υλοποιήσουν τήν Συνθήκη τού San Stefano (1878), διά τής οποίας η Ρωσία επέβαλε τότε (1878) στην Τουρκία τήν αποκαλούμενη «Μεγάλη Βουλγαρία» (‘Εκθ. 2), ήτοι μια Βουλγαρία που περιελάμβανε ολόκληρη τήν «γεωγραφική Μακεδονία» (Rusinow 1968, αποδιαβαθμισμένο έγγραφο τής CIA):
Παρεπιπτόντως, σε τακτικό επίπεδο, μια αυτόνομη δημοκρατία θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί χρήσιμη για τήν αποδυνάμωση τής Θέσης και τής απήχησης εκείνων τών Μακεδόνων, συμπεριλαμβανομένων τών περισσότερων ηγετών τού IMRO και ουκ ολίγων κορυφαίων Κομμουνιστών, οι οποίοι εξακολουθούσαν να προτιμούν είτε ένταξη [τής Νότιας Γιουγκοσλαβίας] στη Βουλγαρία, είτε ένα ανεξάρτητο Μακεδονικό κράτος. […]
Κατά τά πρώτα χρόνια τού [Β’ Παγκοσμίου] πολέμου, τά Κομμουνιστικά κόμματα τής Βουλγαρίας και τής Γιουγκοσλαβίας ανταγωνίζοντο, ωσάν καλοί αστοί εθνικιστές, για τόν έλεγχο τού Κομμουνιστικού κινήματος στην περιφέρεια τού Βαρδάρη, και μάλιστα για κάποια περίοδο οι Βούλγαροι εφαίνοντο να υπερισχύουν σε εκείνον τόν [εθνικιστικό] ανταγωνισμό. […] Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι κά­ποιοι υπέρμαχοι τού Μακεδονικού αποσχισμού [ήτοι υπέρμαχοι τής ανεξαρτησίας τής «γεωγραφικής Μακεδονίας»], Κομμουνιστές ή άλλοι, εξακολουθούσαν να δραστηριοποιούνται στην περιοχή μέχρι τό 1946.
Τουλάχιστον για κάποια περίοδο μετέπειτα, τώρα πλέον ήταν ο Τίτο — και όχι οι Βούλγαροι (ή ακόμα και οι’Ελληνες) Κομμουνιστές—που προωθούσε μια λύση [περί τής «γεωγραφικήςΜακεδονίας»] η οποία απέλαυε τής υποστήριξης τού Στάλιν και επιπροσθέτως τού Γεωργίου Δημητρώφ, τού γηράσκοντος Βουλγάρου πρώην αρχηγού τής Κομιντέρν, ο οποίος επέστρεψε μετά τόν πόλεμο για να γίνει πρωθυπουργός τής πατρίδος του.
Επ’ αυτής δε τής βάσεως, ο Τίτο προέβαλε ένα ευρύτερο σχέδιο: ‘Ηταν απλώς φυσικό ότι μια αυτόνομη Μακεδονία Θα έπρεπε να περιλαμβάνει όλα τά μέλη τού Μακεδονικού έθνους, και ως εκ τούτου ήταν φυσικό ότι οι περιοχές τού Βαρδάρη [στη Γιουγκοσλαβία], τού Πιρίν [στη Βουλγαρία] και τελικά η Μακεδονία τού Αιγαίου [στην Ελλάδα] Θα έπρεπε να επανενωθούν, αλλά αυτή τήν φορά μέσα σε μια ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία. Θα ήταν εξίσου φυσικό οι Βούλγαροι, που συνδέονται με τούς Γιουγκοσλάβους εξ αίματος και τώρα και διά πολιτικής ιδεολογίας, Θα έπρεπε επίσης να ενταχθούν στην ομοσπονδία, πραγματοποιώντας επιτέλους την Επικράτεια όλων τών Νότιων Σλάβων,την οποία εξ αρχής είχαν κατά νου οι υποστηρικτές τής Γιουγκο-Σλαβικής ιδέας κατά τόν 19° αιώνα. Τότε ίσως Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί τήν προοπτική για μια ευρύτερη συνομοσπονδία, που Θα συμπεριελάμβανε όλες τίς Κομμουνιστικές Δημοκρατίες τών Βαλκανίων. […]
Η ιστορία αυτού τού μεγαλοφρόνος σχεδίου, και τής αποτυχίας του, είναι τό κεντρικό Θέμα τής περιβόητης ιστορίας τής διαμάχης μεταξύ Τίτο και Στάλιν. Για τούς εν προκειμένω σκοπούς, είναι σημαντικό να σημειωθεί απλώς ότι για τέσσερα χρόνια, από τό 1944 έως τό 1948, τό Βουλγαρικό Κομμουνιστικό καθεστώς εξαναγκάστηκε να δεχθεί τό Γιουγκοσλαβικό επιχείρημα ότι οι Μακεδόνες αποτελούν ένα ξεχωριστό έθνος. Επίσης, ενεργά, αν και απρόθυμα, [οι Βούλγαροι] προετοίμασαν τήν Μακεδονία τού Πιρίν για ενοποίηση με τήν Μακεδονία τού Βαρδάρη μέσα στη Γιουγκοσλαβία, αν και επεδίωξαν [επιτυχώς] να αναβάλουν τήν «ημέρα τού κακού» [evil day] επιμένοντες ότι η ενοποίηση Θα μπορούσε να επέλθει μόνο μετά από μιά ομοσπονδία μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Αυτή ήταν η ουσία μιας συμφωνίας Τίτο-Ντιμιτρώφ που υπεγράφη στο Bled, στη Σλοβενία, τον Αύγουστο τού 1947, και επικυρώθηκε με μια Γιουγκοσλαβο-Βουλγαρική Συνθήκη Φιλίας που υπεγράφη στη Σόφια όταν ο Τίτο ανταπέδωσε τήν επίσκεψη κατά τόν επόμενο Νοέμβριο. ‘Εκτοτε, ωσάκις οι Βούλγαροι επέσειαν τό φάσμα τού San Stefano, οι Γιουγκοσλάβοι απαντούσαν εκταφιάζοντας τήν Συμφωνία Bled.»
Στην πράξη, ο Μακεδονικός αλυτρωτισμός, όπως επινοήθηκε από τόν Τίτο, είχε ως (αμυντικό) στόχο να αποσταθεροποιήσει τό ιδεοληπτικό έδαφος δύο ανταγωνιστικών αλυτρωτισμών, ενός εσωτερικού(Σερβικού) και ενός άλλου εξωτερικού (Βουλγαρικού), οι οποίοι εν συνδυασμώ συνιστούσαν μια μακροπρόθεσμη απειλή για τήν ακεραιότητα τής Γιουγκοσλαβίας ως ομοσπονδίας: Σύμφωνα με τήν εκδοχή τού Τίτο περί Μακεδονικού αλυτρωτισμού, οι Μακεδόνες δεν είναι ούτε Σέρβοι ούτε Βούλγαροι, αλλά μέλη ενός ξεχωριστού ιστορικού έθνους, που φέρεται ότι δεν έχει ακόμη απελευθερωθεί, τουλάχιστον στο σύνολό του. Σε απάντηση στις επιδιώξειςτού Τίτο, η επίσημη θέση της Βουλγαρίαςωςπρος την εθνοτική καταγωγή τών Μακεδόνων ήταν μάλλον ανακόλουθη, κυμαινόμενη σε αξιοσημείωτο βαθμό κάθε λίγα χρόνια, κατ’ εκάστοτε περιστασιακή ευθυγράμμισή της με τίς διπλωματικές ταλαντώσεις στις Σοβιετο­Γιουγκοσλαβικές σχέσεις (Kofos, 1964):
«Σε λιγότερο από είκοσι χρόνια από τήν απελευθέρωση, οι Βούλγαροι Κομμουνιστές υιοθέτησαν, πέντε φορές, απόψεις που ήσαν εντελώς αντιφατικές για τό Μακεδονικό ζήτημα. «Ετσι, τό 1944-1948 όχι μόνο παραιτήθηκαν από τίς εδαφικές τους διεκδικήσεις σχετικά με τήν Μακεδονία, προς χάριν τών Γιουγκοσλάβων, αλλά επιπροσθέτως αποδέχτηκαν και τήν Γιουγκοσλαβική Θεωρία ότι οι Σλάβοι κάτοικοι τής Μακεδονίας εν όλω ήσαν «Μακεδόνες», ήτοι μια νέα εθνοτική ομάδα.
Μετά τήν ρήξη στις σχέσεις Τίτο-Cominform—και ειδικά από τό 1948 έως τό 1954—οι Βούλγαροι πέρασαν στην επίθεση υποστηρίζοντας τήν δημιουργία, υπό τήν αιγίδα τής Βουλγαρίας, ενός Μακεδονικού ομόσπονδου κράτους μέσα σε μια Βαλκανική Κομμουνιστική συνομοσπονδία. Με εκείνη τήν επίσημη πρόταση, οι «Μακεδόνες» έγιναν και πάλι Βούλγαροι.
Μόνο όταν η νέα Σοβιετική ηγεσία Θεώρησε σκόπιμο να προσπαθήσει να επαναφέρει τόν Τίτο πίσω στο Κομμουνιστικό παραπέτασμα τό 1955, η Βουλγαρία εγκατέλειψε τότε τούς προσχηματικούς ισχυρισμούς της σχετικά με τήν Μακεδονία και συναίνεσε με τήν αναγνώριση τής ύπαρξης εθνοτικών «Μακεδόνων» ακόμη και εντός τής Βουλγαρίας.
Αλλά αυτό ήταν μόνο μια βραχύβια υποχώρηση, η οποία διήρκεσε μόνο κατά τήν διάρκεια τής νέας Σοβιετο-Γιουγκοσλαβικής επαναπροσέγγισης. Τό 1958, εν μέσω έντονης κριτικής από ολόκληρο τό Σοβιετικό μπλοκ κατά τών Γιουγκοσλάβων «ρεβιζιονιστών», οι Βούλγαροι δεν έχασαν χρόνο για να διακηρύξουν [και πάλι] τήν ανεξαρτησία τους σχετικά με τό Μακεδονικό ζήτημα, να καλωσορίσουν τόν επανακαθορισμό τών «Μακεδόνων» ως «Βουλγάρων» και να καταργήσουν τήν Θεωρία τής «Μακεδονικής εθνικότητας» [«Macedonian nationality»].
Μετέπειτα όμως, οι νέοι διεθνείς προσανατολισμοί τής Μόσχας επέφεραν μια νέα επανασυμφιλίωση τής Σόφιας με τό Βελιγράδι. Κατά συνέπεια, η Σόφια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψη ξανά τήν πολεμική της σχετικά με τό Μακεδονικό ζήτημα. Υπήρχαν ενδείξεις ότι μετά τήν συνάντηση Τίτο-Ζίβκωφ στο Βελιγράδι τόν Ιανουάριο τού 1962, οι Βούλγαροι ίσως να σκλήραιναν τότε τήν Θέση τους έναντιών Γιουγκοσλαβικών απαιτήσεων [ως προς τό Μακεδονικό]. Ωστόσο, οι Σοβιετο­Γιουγκοσλαβικές σχέσεις προφανώς δεν είχαν φθάσει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας που να εξαναγκάσουν τούς Βούλγαρους να κατασταλάξουν σε μιά οριστική απόφαση περί τού εάν «Μακεδόνες» πράγματι υφίστανται εκτός τής [Γιουγκοσλαβικής] «Λαϊκής Δημοκρατίας τής Μακεδονίας».»
Εντούτοις, σε κάθε περίπτωση στην Μεταπολεμική εποχή, η Βουλγαρία δεν ακολούθησε το (Γιουγκοσλαβικό) υπόδειγμα τής (αυθαίρετης) θεσμικής χρήσης τού ονόματος «Μακεδονία» στην περιοχή τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» εντός τής Βουλγαρικής επικρατείας: Η Βουλγαρική επαρχία Blagoevgrand διετήρησε τό όνομά της erga omnes για έναν αιώνα τώρα. Ωστόσο, η Ελλάδα άρχισε να χρησιμοποιεί αυτό το όνομα («Μακεδονία») επίσημα μετά από πολλά χρόνια, το 1988, μετονομάζοντας το «Υπουργείο Βορείου Ελλάδος» σε «Υπουργείο Μακεδονίας­ – Θράκης», ως μια καθυστερημένη απάντηση τής Ελληνικής Κυβέρνησης (42 χρόνια μετά το 1946) στο τότε Συνταγματικό όνομα τής νότιας περιοχής τής Γιουγκοσλαβίας («Σοσιαλιστική Δημοκρατία τής Μακεδονίας»).


5.Διαβαλκανική άτυπη συμπαιγνία 1944-1987
Μια σημαντική πτυχή τού ονοματολογικού ζητήματος της πΓΔΜ από την δεκαετία τού 1990 μέχρι σήμερα, είναι ότι για 45 συνεχόμενα χρόνια (1946-1991) η Βουλγαρία και η Ελλάδα δεν είχαν εγείρει επίσημα οποιοδήποτε Θέμα (στα Ηνωμένα’Εθνη κλπ.) όσον αφορά στη θεσμική ένταξη τής λέξης «Μακεδονία» στο Συνταγματικό όνομα τής νότιας περιοχής τής Γιουγκοσλαβίας—κάθε χώρα για δικούς της διαφορετικούς λόγους, ήτοι:
Βουλγαρία. Η εν γένει (αν και κυμαινόμενη) σιωπηρά συναίνεση τής Βουλγαρίας με την πολιτική τού Τίτο σχετικά με την ένταξη τής λέξης «Μακεδονία» στο Συνταγματικό όνομα της νότιας Γιουγκοσλαβία; μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στην Κομμουνιστική αλληλεγγύη και εν μέρει (αν όχι κυρίως) στη συμμαχία τής Βουλγαρίας με τον Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Η συντριπτική ήττα τής Γιουγκοσλαβίας από την Γερμανία το 1941, οφείλετο κυρίως στο γεγονός ότι η Wehrmacht είχε τη δυνατότητα να εισβάλει στη Γιουγκοσλαβία από όλα τα μέτωπα της, συμπεριλαμβανομένων και των γιουγκοσλαβικών συνόρων με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, λόγω τής τότε συμμαχίας αυτών των δύο χωρών με τον Άξονα. Κατά συνέπεια, στη Μεταπολεμική περίοδο, η Βουλγαρία δεν είχε ούτε το ηθικό ανάστημα ούτε τη γεωπολιτική βαρύτητα για να αντιμετωπίσει το στρατάρχη Τίτο—διαπρεπή στρατιωτικό ηγέτη των Συμμάχων και εθνικό ηγέτη με παγκόσμια απήχηση—ειδικά μάλιστα όσον αφορά σε (εσωτερικά) θέματα εμπί­πτοντα στην ομοσπονδιακή δικαιοδοσία και στην εθνική κυριαρχία τής Γιουγκοσλαβίας.
Ελλάδα. Αντιθέτως, η Ελλάδα, έχοντας πολεμήσει σκληρά παρά τώ πλευρώ των Συμμάχων, είχε και τό ηθικό ανάστημα και το γεωπολιτικό βάρος τότε, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να εγείρει επίσημα θέμα όσον αφορά στο όνομα τού νοτίου ομοσπόνδου κράτους τής Γιουγκοσλαβίας. Εντούτοις, η Ελλάδα επέλεξε τότε (και έκτοτε μέχρι το 1987) να συμμετάσχει και αυτή στη «διαβαλκανική» σιωπηρά συναίνεση με τόν Τίτο επ’ αυτού τού (ονοματολογικού) Θέματος, λόγω στρατηγικών υστεροβουλιών: Κατά τήν διάρκεια τού Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949), αυτό που για το τότε αντικομμουνιστικό καθεστώς τής Ελλάδας είχε κρίσιμη στρατιωτική σημασία—και κατά συνέπεια αποτελούσε ζήτημα διπλωματικής εστίασης—ήταν η άσκηση διπλωματικής πίεσης στον Τίτο για να κλείσει τα Ελληνο-Γιουγκοσλαβικά σύνορα σε βάρος τών αριστερών ελληνικών αντάρτικων δυνάμεων. Στη συνέχεια, σε γεωστρατηγικό πλαίσιο πειθαρχίας τού Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα (ως μέλος τού ΝΑΤΟ) δεν έθιξε κανένα σημαντικό Θέμα κατά τής αδέσμευτης Γιουγκοσλαβίας, επειδή η επικράτειά της εθεωρείτο από το ΝΑΤΟ ως μεσολαβούσα περιοχή (μη-Σοβιετική μη-Νατοϊκή «buffer country») κατά τού Σοβιετικού επεκτατισμού. Επιπλέον σε όλη την διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου, εθνικοί λόγοι παρότρυναν την Ελλάδα να συνεναίσει ατύπως με τη Γιουγκοσλαβία ως προς το όνομα τού νοτίου ομοσπόνδου κράτους τής τελευταίας, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτό το όνομα είχε ως στόχο να αντισταθμίσει το Βουλγαρικό αλυτρωτισμό, ο οποίος εθεωρείτο παραδοσιακά από τις Ελληνικές «Ένοπλες Δυνάμεις ως πρωταρχικό ζήτημα Εθνικής Ασφαλείας. Μεταφορικά, υπό το Ελληνικό πρίσμα, το θέμα της ονομασίας της << Δημοκρατίας της Μακεδονίας>> ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα χρήσιμο «τζίνι», το οποίο ο Τίτο το κρατούσε με ασφάλεια μέσα στο μπουκάλι (στη Γιουγκοσλαβική ομοσπονδία).
Ενδεικτικά, στο διπλωματικό προσκήνιο το 2010 προεβλήθη αλυσιτελώς η ιδέα να επανατεθεί αυτό τό τζίνι («… Δημοκρατία τής Μακεδονίας))) μέσα σε ένα παρόμοιο (αν και αρκετά μικρότερο) μπουκάλι: Ειδικότερα, αυτή ιδέα υποτίθεται ότι Θα μπορούσε ίσως να υλοποιηθεί δια μιας συνταγματικής αναδιάρθρωσης τής πΓΔΜ προς πολιτειακή μετάλλαξή της σε μια ομοσπονδιακή δημοκρατία με 3-4 ημιαυτόνομες περιφέρειες, μία από τίς οποίες Θα ονομάζεται «… Δημοκρατία τής Μακεδονίας». Προφανώς επομένως, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, αυτή η μάλλον αναχρονιστική ιδέα προτείνει ουσιαστικά επιστροφή στο status quo ante (1946-1991), κατά τό οποίο η ονομασία «… η Δημοκρατία τής Μακεδονίας» αποδόθηκε σε μια αυτόνομη ομόσπονδη επικράτεια και όχι σε ένα ανεξάρτητο κράτος.


Εν πάση περιπτώσει, το ιστορικό γεγονός είναι ότι ο λαος αυτής της περιοχής (πΓΔΜ) αυτοπροσδιορίζετο επι πολλές δεκαετίες, επί σχεδόν μισό αιώνα, ως πολίτεςτης « Λαϊκης Δημοκρατίας τής Μακεδονίας» (1946-1963) και στη συνέχεια τής «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας τής Μακεδονίας» (1963-1991). Εν ολίγοις, αυτοπροσδιορίζοντο ούτως, ως πολίτες μιας ομοσπόνδου επικρατείας τής Γιουγκοσλαβίας, επί μισό αιώνα νομίμως (σύμφωνα με τό διεθνές δίκαιο) και αδιαμφισβητήτως (λόγω τής ατύπου συναινέσεως τόσο τής Βουλγαρίας όσο και τής Ελλάδας με τί Συνταγματικές διατάξεις τού Τίτο επί αυτού τού θέματος) ενώ Ελλάδα καθηύδε τον εν πολλοίς «αφάσιο» ύπνο τού διπλωματικώς (ψυχροπολεμικώς) «παράλυτου» επί τού θέματος, λόγω της εξαναγκαστικής πειθαρχίας τού Ψυχρού Πολέμου αλά και λόγω στρατηγικών αντιλήψεων τού ελληνικού πολιτικού και στρατιωτικού της κατεστημένου ως προς τόν υποτιθέμενο Βουλγαρικό αλυτρωτισμό—ήτοι έμμονες (βουλγαροφοβικές) αντιλήψεις που ήσαν αντίθετες με τό αντικειμενικά γεγονότα που κατεδείκνυαν ότι ο Τίτο, και όχι οι Βούλγαροι, ήταν ο «ζογκλέρ» τού Μακεδονικού αλυτρωτισμού στον Ψυχρό Πόλεμο.
6. Το Λάθος τής Ελλάδος
Οι ‘Ελληνες δεν συνειδητοποίησαν ότι οι Βούλγαροι ήσαν οι φυσικοί τους σύμμαχοι στο Μακεδονικό ζήτημα: Η γλωσσική κληρονομιά τής Βουλγαρίας και η ιστορική κληρονομιά τής Ελλάδος ήσαν τα δύο Θεμελιώδη δομικά στοιχεία που ο Τίτο πάσχιζε τότε να υφαρπάξει πολιτικώς—ήτοι μονομερώς δια Συνταγματικών διατάξεων τής Γιουγκοσλαβίας, και όχι πολυμερώς δια διεθνών συνθηκών—και να τα οικειοποιηθεί πολιτισμικώς. Ειδικότερα ο Τίτο επεδίωκε να στοιχειοθετήσει εντέχνως και να καθιερώσει διεθνώς την ύπαρξη Μακεδονικής γλώσσας (Macedonian language) και Μακεδονικής εθνικότητος (Macedonian nationality), την πρώτη σε βάρος τής Βουλγαρίας και τήν δεύτερη σε βάρος τόσον τής Ελλάδος όσον και τής Βουλγαρίας, στο πλαίσιο της αλυτριωτικής πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας σχετικά με το υπ’αυτού επιτηδείως αναμοχλευόμενο Μακεδονικό ζήτημα. Απεναντίας μάλιστα, παρά τις κατάφωρες μηχανεύσεις τού Τίτο, η Ελλάδα το μόνο που έβλεπε κατά την διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου ήταν η (υποτίθεται) ανάγκη να καλλιεργεί άριστες σχέσεις, κατά το δυνατόν, με τη Γιουγκοσλαβία. Παράλληλα η Ελλάδα, αντί να βλέπει το προφανές (την φυσική της συμμαχία με την Βουλγαρία όσον αφορά στις Τιτοϊκές μηχανεύσεις), υπέβλεπε τη Βουλγαρία με δομική ή και εμμονική καχυποψία: Η Βουλγαρία ευρίσκετο στην άλλη πλευρά τού Σιδηρού Παραπετάσματος. Κι έτσι οι Έλληνες συνέχιζαν να κοιμούνται.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ο όρος «γεωγραφική Μακεδονία» ήταν ανύπαρκτος μέχρι τη Συνθήκη τού Βουκουρεστίου (1913), ή και μετέπειτα μέχρι το τέλος τού Α» Παγκοσμίου Πολέμου. Επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ευλόγως ότι «διαμελίσθηκε» (ή «διαμοιράσθηκε») κάτι το οποίο δεν υφίστατο τότε (1913), ούτε καν ως έννοια, τουλάχιστον σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, ήτοι ρητώς σε κείμενα Διεθνών Συνθηκών, και δη Συνθηκών Ειρήνης.
Συγκεκριμένα, στη Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) δεν υπάρχει πουθενά ούτε ο όρος «γεωγραφική Μακεδονία» ούτε καν η λέξη (σκέτη) «Μακεδονία» ή παράγωγά της. Σε εκείνη τη Συνθήκη, τα νέα Σερβο-Βουλγαρικά και Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα ορίζονται βάσει γεωγραφικών τοπωνυμίων (ορέων, κοιλάδων κ.ο.κ.) και μόνον, επί λέξει ως εξής (άρθρα ΙΙΙ και V τής Συνθήκης):
<<ARTICLE ΙΙΙ. Between the Kingdom οf Bulgaria and the Kingdom οf Serbia, the frontier will follow conformably with the proces-verbal drawn υρ by the respective military delegates and annexed to the Protocol Νο. 9 οf the 25th οf JυΙγ (August 7th), 1913, οf the Conference οf Bucharest, the following line :The frontier line will start from the old frontier from the summit οfPatarica, will follow the old Turco­-Bulgarian frontier and the line οf the watershed between the Vardar and the Strouma, with the exception οf the upper valley οf the Stroumitza, which will remain οη Serbian territory ; it will terminate at the Belasica Mountain, where it will bend back to the Graeco-Bulgarian frontier. Α detailed description οf this frontier and its indication οη the map 1/200.000 οf the Austrian General staff are annexed to the present article.
[…]
ARTICLE V. Between the Kingdom οf Greece and the Kingdom οf Bulgaria the frontier will follow conformably with the proces-verbal drawn υρ by the respective military Delegates and annexed to the Protocol Νο. 9 οf the 25th οf July (August 7th), 1913, οf the Conference οf Bucharest, the following line :The frontier line shall start from the new Serbo-Bulgarianfrontier οη the summit οf Belagica planina, to terminate at the mouth οf the Mesta οη the Aegean Sea. Between these two extreme points, the frontier line will follow the tracing indicated οη the map 1/200.000 οf the Austrian General Staff and according to the description annexed tο the present article.»
Δηλαδή δια τής Συνθήκης Ειρήνης τού Βουκουρεστίου, οι Βαλκάνιοι Σύμμαχοι (Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία) διεμοίρασαν μεταξύ τους τά συγκεκριμένα και ρητώς προσδιοριζόμενα εδάφη που απελευθέρωσαν από τον Οθωμανικό ζυνό (και όχι κάποια ανύπαρκτη ή ασαφώς σκιαγραφουμένη «γεωγραφική Μακεδονία»). Εκείνα τά απελευθερωθέντα εδάφη, κάποιοι συγγραφείς άρχισαν εκ τών υστέρων (ex post), ήτοι από τό 1918 και μετέπειτα, να τά χαρακτηρίζουν ως συναπαρτίζοντα τήν από τό 1918 και έκτοτε βιβλιογραφουμένη «γεωγραφική Μακεδονία».
Στην παρούσα μονογραφία επομένως, οι όροι διαμελίσθηκε και γεωγραφική Μακεδονία, τίθενται εντός εισαγωγικών, υποδηλούντνων ότι κατά κόρον χρήση αυτών των όρων διαδίκτυο (και τά συναφή) σήμερα είναι νομικώς αβάσιμη και λογικώς αυθαίρετη (ιδέ και Υποσ. παρακάτω).
(2) Η συνολική έκταση τής κατά τά ως άνω (Υποσ. 1) «γεωγραφικής Μακεδονίας ανέρχεται συνολικά σε 66.857 km2, επί μέρους ως εξής: 34.556 km2 (51,39%) εντός τής Ελληνικής Επικρατείας, 6.788 km2(10,15%) εντός τής Βουλγαρικής Επικρατείας, και 25.713 km2 (38,46%) που συναποτελούν τήν εδαφική έκταση τής fΥRΟΜ.
(3)Πέραν τών αναφερθέντων παραπάνω (Υποσ. 1) όσον αφορά στην Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (1913), η λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγά της δεν αναφέρονται πουθενά, ούτε μία φορά, σε όλες τίς άλλες προηγηθείσες συναφείς διεθνείς Συνθήκες, όπως εκείνες τούς Λονδίνου τήν 13/3/1871, τού Σαν Στέφανο τήν 3/3/1878, τού Βερολίνου τήν 13/7/1878 και τού Λονδίνου τήν 17/5/1913.
(4) Sheα, John, 1997. Macedonia and Greece: Τh Struggle to Define α New ealkan Nation (McFαrlαnd & Co.: NC, USA ), σ. 13.
(5)Rusinow, Dennison Ι., 1968. «The «Mαcedoniαn Question» Never Dies: The San Stefαno Τrαυmα Agαin—or When is α Mαcedoniαn Bulgαriαn?», American Universities Field Stuff, Inc (AUFS), (Southeαst Europe 58Γ185) τ. 15.3 (Yugoslαviα), σ. 9. (Ολ document, declαssified and αpproved for releαse 9/11/2012).
(6) Kofos, Evαngelos, 1964. Nationalism and Communism in Macedonia (Institute ο Βαlkan Studies: Thessαloniki, Greece), κεφ. ΙΙ.
(7) Ελληνικές αντιλήψεις ως προς τον (υποτιθέμενο) Βουλγαρικό αλυτρωτισμό κατά τη διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου, παρέλυσαν όχι μόνο την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος ως προς τον (πραγματικό) Μακεδονικό αλυτρωτισμό τού Τίτο καθ’ όλη τη διάρκεια τής Ψυχροπολεμικής περιόδου (1946-1991), αλλά και τήν εθνική άμυνα τής Ελλάδος κατά τη διάρκεια τού (πραγματικού) «Ελληνο-Τουρκικού πολέμου στην Κύπρο τό 1974: Οι «Ελληνες δεν απετόλμησαν να κλιμακώσουν τίς στρατιωτικές τους αντιδράσεις έναντι τής Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (20 Ιουλίου – 17 Αυγούστου 1974), διότι τότε η ηγεσία τους κατεβλήθη (διανοητικά και ψυχολογικά) από αυτό που Θεωρούσε ως επικείμενη ή πολύ πιθανή Βουλγαρική εισβολή στην Ελληνική Μακεδονία ή και τήν Θράκη σε περίπτωση Ελληνο-Τουρκικού πολέμου. Μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε, ευλόγως σήμερα, ότι όλες εκείνες οι βουλγαροφοβικές αντιλήψεις στην Ελλάδα ήσαν μάλλον εμμονικές, αφού μεταξύ άλλων δεν εδράζοντο επί τεκμηριωμένων ενδείξεων (π.χ. μαζική συγκέντρωση Βουλγαρικών στρατευμάτων στα σύνορα), ήτοι επί πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου και έκτοτε.
(8) Υπό το πρίσμα τής Συνθήκης τού Βουκουρεστίου (1913), που ως Συνθήκη Ειρήνης έχει εξεχόντως βαρύνουσα σημασία, αφού αποτελεί τελική έκβαση πολέμου, και μάλιστα μείζονος (διαβαλκανικού) πολέμου, οι μεθοδεύσεις τού Τίτο για τη διεθνή αναγνώριση τής «Μακεδονικής γλώσσης» (Mαcedoniαn lαnguαge) και τής «Μακεδονικής εθνικότητος» (Mαcedoniαn nαtionαlity), ή ακόμη και τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» (Υποσ. 1), δεν επρόκειτο να έχουν Θετική τελική έκβαση—και δεν είχαν—εάν δεν προσδιορίζοντο ρητώς σε όρους μιας νέας διεθνούς Συνθήκης, η οποία θα τροποποιούσε τη Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (1913).
Μια τέτοια νέα Συνθήκη όμως Θα ηταν έγκυρη μόνον εάν συνυπεγράφετο, όχι μόνον από τις σε χώρες (Ελλάδα και Βουλγαρία) που σχετίζονται άμεσα με τό (Τιτοϊκό) «Μακεδονικό Ζήτημα», αλλά και από όλες τίς άλλες (5) χώρες που συνυπέγραψαν τήν Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (Βουλγαρία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο, Ρουμανία, Σερβία,). Τέτοια δε νέα Συνθήκη ουδέποτε συνετάχθη και ουδέποτε συνυπεγράφη, τουλάχιστον μέχρι τό 2018.
Δηλαδή, σε πλαίσιο διεθνούς δικαίου, ο Τίτο απέτυχε πλήρως στις επιδιώξεις του: Απεβίωσε χωρίς να έχει υπογραφεί μια τέτοια νέα Συνθήκη, μετά δε τον θάνατο του η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε (δια εσωτερικών πολέμων), επίσης χωρίς να έχει υπογραφεί τέτοια νέα Συνθήκη. Επί πλέον δεκαετίες μετέπειτα τό νότιο υπόλειμμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας συνεχίζει να παραπαίει, ή και να απειλείται με διάλυση, όσον αφορά στις δύο Θεμελιώδεις συνιστώσες τής εθνικής ταυτότητας (national identity), ήτοι γλώσσα (language) και εθνικότητα (nationality), αφού μέχρι σήμερα δεν έχει υπογραφεί τέτοια νέα Συνθήκη.
Σε αυτό τό πλαίσιο, καθίσταται αμέσως κατανοητή η νομική, πολιτική και οικονομική βάση τής βαρύνουσας διακήρυξης, στις 24 Ιανουαρίου 1994, τού τότε Πρωθυπουργού τής Ελλάδος Ανδρέα Παπανδρέου, από τού βήματος τής Βουλής τών Ελλήνων (‘Εκθ. 3), περί τής σημασίας που λεχει για τα «Σκόπια» η αναγνώρισή τους από την Ελλάδα, και περι της ματαιότητας των προσπαθειών τους να υπερκεράσουν την Ελ΄λάδα, συλλέγοντάς συλλέγοντας (ως υποκατάστατο της μη-αναγνώρισής τους από την Ελλάδα) πλείστες όσεςαναγνωρίσεις από τρίτες χώρες:



/! «Οποιος γνωρίζει τήν γεωγραφία και τήν ιστορία τής περιοχής αντιλαμβάνεται τήν μοναδική σημασία που έχει για τά Σκόπια η σχέση τους με τήν Ελλάδα, και άρα η αναγνώρισή τους από αυτήν. Τά Σκόπια δεν μπορούν να επιζήσουν οικονομικά χωρίς τήν Ελλάδα, εάν δεν τό Θέλει η Ελλάδα, όσες αναγνωρίσεις και άν υπάρξουν.»
Πράγματι δηλαδή, αυτός που τελικά δικαιώθηκε ήταν μάλλον ο Ανδρέας Παπανδρέου παρά ο Τίτο, αφού 23 χρόνια μετά από εκείνη τήν δήλωση, κατά τό 2017, η fYROM αποτελούσε ένα πολιτειακό μόρφωμα στα πρόθυρα τής διαλύσεώς του, παρά τίς 140 «διεθνείς αναγνωρίσεις» που οι πολιτικοί ταγοί της επαίροντο (ματαίως) ότι έχουν επιτύχει. Τό τί επισυνέβη βέβαια κατά τό επόμενο έτος (2018) είναι ένα άλλο Θέμα επέκεινα τής παρούσης μονογραφίας.

Γλώσσα τού κειμένου
Η γλώσσα τού κειμένου σε αυτήν τήν μετάφραση, από τό πρωτότυπο στην Αγγλική,
ακολουθεί τούς εννέα (9) κανόνες που προσδιορίζονται στη μονογραφία με τίτλο
«Περί Παιδείας Παρακαταθήκη Ιωάννου Καποδίστρια» (σσ. 46-47), εδώ:
https://www.academia.edu/36536290/The_Kapodistrian_Legacy_οη_Education
Video 1ρ (Ανδρέας Παπανδρέου)Το βίντεο τής εξαγγελίας τού Ανδρέα Παπανδρέου στη Βουλή τών Ελλήνων (24-1-1994)
περί αναγνωρίσεως τού ονόματος τής fΥRΟΜ ως «Μακεδονία» από τρίτες χώρες εδώ:
https://www.youtube.com/watch?v=3GV4ZtmXWmI
Αγγλική έκδοση
Το παρόν άρθρο στην Αγγλική («Μacedonia 1946-1987: Why Greece overslept») εδώ: https://www.academia.edu/36862897/Μacedonia_1946-1987_Why_Greece_overslepthttp://www.freepen.gr/2018/07/1946-1987_24.html

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια