
Καλέμης Κωνσταντίνος D. Ed., MAeD M. Ed., M. Sc., MA
kkalemis@sch.gr
Εκπαιδευτικός ΠΕ70, Μέλος Μητρώου Επιμορφωτών Εθνικού Κέντρου Δημόσιας
Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, Διαπολιτισμικός Επιμορφωτής Συμβουλίου της Ευρώπης
Εισαγωγή
Παρουσίαση του προβλήματος: Δημογραφική κρίση στην Ελλάδα
Σχέση δημογραφίας με οικονομία, κοινωνική ασφάλιση, εθνική επιβίωση
Αναφορά στο επίδικο ερώτημα: Πόσο κοστίζει η ανατροφή ενός παιδιού σήμερα;
Θέση: Το υψηλό κόστος ανατροφής και η απουσία ουσιαστικής στήριξης εντείνουν
την υπογεννητικότητα
1. Η δομή του συνταξιοδοτικού συστήματος και η αναδιανομή πόρων
Εξήγηση της αναδιανεμητικής φύσης του ελληνικού συνταξιοδοτικού
Η έννοια της «γενεάς των δικαιωμάτων» και η παγίδα της μη τεκνογονίας
Ηθική και πρακτική βάση των δημογραφικών μπόνους (σύνταξη ανάλογα με παιδιά)
2. Το κόστος ανατροφής παιδιού στην Ελλάδα (Ανάλυση υπολογισμών)
Ανάλυση κόστους 23 ετών: €193.200 οικογενειακό + €54.000 κοινωνικό = €247.200
Σύγκριση με Ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γαλλία, Νορβηγία, Γερμανία)
Ο ρόλος της ιδιωτικής εκπαίδευσης, εξωσχολικής στήριξης, στέγασης
3. Το δημογραφικό πρόβλημα: δεδομένα και προβλέψεις
Γεννητικότητα 1,3 ανά Ελληνίδα: μαθηματικές συνέπειες μείωσης πληθυσμού
Πληθυσμιακή γήρανση και επιπτώσεις στην παραγωγικότητα, συνταξιοδοτικό, υγεία
Σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες με αντίστοιχα ή βελτιωμένα μέτρα
4. Κίνητρα και πολιτικές στήριξης της τεκνογονίας
Αναφορά στα υπάρχοντα επιδόματα (π.χ. ΕΕΕ, επίδομα παιδιού, επίδομα γέννας)
Εισήγηση νέων μέτρων: μπόνους σύνταξης, φοροαπαλλαγές, δωρεάν παιδικοί
σταθμοί
Διεθνή παραδείγματα καλών πρακτικών (Γαλλία, Φινλανδία, Ιαπωνία)
5. Η ηθική διάσταση και η συλλογική ευθύνη
Τεκνογονία ως κοινωνική προσφορά
Κοινωνική συνοχή, διαγενεακή αλληλεγγύη
Επιχειρηματολογία υπέρ επιλεκτικής ενίσχυσης των πολύτεκνων
6. Κριτική στις αντιρρήσεις για τα δημογραφικά κίνητρα
Ανάλυση του «τσινιαρίσματος 1 » ως εγωιστικής στάσης
Ο ρόλος των «άτεκνων επωφελούμενων» του συστήματος
Ισορροπία μεταξύ ατομικών επιλογών και συλλογικού συμφέροντος
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ανακεφαλαίωση: Το υψηλό κόστος ανατροφής παιδιών ως αντικίνητρο στην
τεκνογονία1 Σε καθημερινό γλωσσικό επίπεδο, ο όρος «τσινιάρισμα» περιγράφει μια αντίδραση έντονης άρνησης ή δυσφορίας που δεν βασίζεται απαραίτητα σε λογικά ή αντικειμενικά επιχειρήματα. Συχνά, το τσινιάρισμα εμφανίζεται ως συναισθηματική ή παρορμητική στάση, όπου το άτομο απορρίπτει κάτι απλώς και μόνο επειδή δεν του είναι ευχάριστο, ακόμα κι αν αυτό το κάτι δεν του προκαλεί ουσιαστική ζημία. Έχει χροιά πεισματικής και εγωκεντρικής συμπεριφοράς, συνήθως χωρίς διάθεση διαλόγου ή αναγνώρισης του συλλογικού συμφέροντος. Όταν η λέξη χρησιμοποιείται στον δημόσιο λόγο –όπως στην περίπτωση που εξετάζεται– λειτουργεί περισσότερο ως υπονοούμενο για στάσεις μικροπρέπειας ή στενόκαρδης ιδιοτέλειας. Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτηρίζει ανθρώπους που αντιδρούν αρνητικά σε πολιτικές που δεν τους ωφελούν προσωπικά, ακόμη κι αν αυτές εξυπηρετούν ευρύτερους κοινωνικούς σκοπούς. Το τσινιάρισμα, λοιπόν, αποτυπώνει μια στάση που έρχεται σε αντίθεση με την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αναλογικής δικαιοσύνης.
Επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης των οικογενειών – όχι μόνο επιδοματικά, αλλά
διαρθρωτικά
Δημογραφική βιωσιμότητα ως υπαρξιακή πρόκληση για την Ελλάδα
Πρόταση: Αναθεώρηση του κοινωνικού συμβολαίου με έμφαση στη γονεϊκότητα ως
δημόσιο αγαθό
Εισαγωγή
Η σύγχρονη Ελλάδα αντιμετωπίζει μια από τις σοβαρότερες απειλές για το μέλλον της: τη
σταθερή μείωση του πληθυσμού. Το δημογραφικό πρόβλημα δεν είναι απλώς ζήτημα
αριθμών, αλλά θεμελιώδης παράγοντας επιβίωσης του έθνους, οικονομικής βιωσιμότητας
και κοινωνικής συνοχής.
Η επιλογή του θέματος του παρόντος δοκιμίου εδράζεται στην ανάγκη μιας σφαιρικής
κατανόησης του πραγματικού κόστους της ανατροφής παιδιού σήμερα, σε μια χώρα όπου οι
αριθμοί γεννήσεων μειώνονται συνεχώς, και η τεκνογονία εξελίσσεται σε πολυτέλεια για
λίγους. Πέρα από το προσωπικό βίωμα και την ηθική του γονεϊκού ρόλου, υπάρχει ένα
οικονομικό και κοινωνικό κόστος που επιβαρύνει πρωτίστως την οικογένεια, αλλά και τη
Οικογενειακά πακέτα διακοπών
συλλογική κοινότητα μέσω της δημόσιας εκπαίδευσης και των κοινωνικών παροχών. Η
ανάγκη κατανόησης αυτού του κόστους είναι κρίσιμη, διότι διαμορφώνει το κοινωνικό
περιβάλλον μέσα στο οποίο οι νέοι παίρνουν αποφάσεις για το αν και πότε θα
τεκνοποιήσουν. Οι αποφάσεις αυτές δεν λαμβάνονται στο κενό, αλλά μέσα σε ένα σύστημα
κινήτρων, φόρων, ελλείψεων και ανασφάλειας.
Το δοκίμιο ξεκινά με την εξέταση της δομής του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος.
Αναλύεται πώς η αναδιανεμητική φύση του καθιστά την τεκνογονία όχι μόνο ηθικό καθήκον
αλλά και θεμέλιο για τη διατήρηση της βιωσιμότητάς του. Η ανάλυση βασίζεται στο γεγονός
ότι κάθε εργαζόμενος σήμερα στηρίζει οικονομικά τους σημερινούς συνταξιούχους.
Άρα, όσοι επιλέγουν να μην τεκνοποιήσουν επωφελούνται έμμεσα από την τεκνογονία των άλλων, χωρίς να συμβάλλουν αναλογικά στο σύστημα. Έπειτα, το δοκίμιο εστιάζει στο πραγματικό κόστος ανατροφής ενός παιδιού, όπως αυτό προκύπτει από δικαστικές αποφάσεις διατροφών, την εμπειρική τεκμηρίωση και τις μέσες τιμές της ελληνικής αγοράς. Αναλύεται ο επιμερισμός κόστους ανάμεσα στην οικογένεια και στο κράτος. Η πρώτη καλύπτει τις καθημερινές ανάγκες (διατροφή, στέγαση, ρουχισμός, εκπαίδευση), ενώ η κοινωνία επενδύει σε υποδομές παιδείας, υγείας και διοικητικής μέριμνας.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που θα παρουσιαστούν, η συνολική επένδυση για ένα παιδί φτάνει
τα €247.200 μέχρι την ενηλικίωση και οικονομική του ανεξαρτησία. Από αυτά, το κράτος
Οικογενειακά πακέτα διακοπών
καλύπτει περίπου το ένα πέμπτο.
Το δοκίμιο επιχειρεί να συγκρίνει αυτά τα δεδομένα με διεθνή παραδείγματα, προκειμένου
να αναδειχθεί αν η ελληνική οικογένεια σηκώνει δυσανάλογο βάρος σε σχέση με άλλες
χώρες της Ε.Ε. Η σύγκριση αποκαλύπτει τις υστερήσεις του ελληνικού κοινωνικού κράτους
στον τομέα της στήριξης της οικογένειας. Παρά τα επιδόματα, η συνολική πολιτική είναι
αποσπασματική, χωρίς μακρόπνοη στρατηγική.
Το τρίτο κεφάλαιο εξετάζει τη δημογραφική πραγματικότητα: γεννητικότητα κάτω από το
όριο αναπλήρωσης, αύξηση της μέσης ηλικίας γέννας, εσωτερική μετανάστευση νέων στο
Οικογενειακά πακέτα διακοπών
εξωτερικό. Γίνεται χρήση στατιστικών στοιχείων για να αναδειχθεί η πληθυσμιακή
αποψίλωση που προβλέπεται τις επόμενες δεκαετίες, αν δεν ληφθούν μέτρα. Η μείωση του
πληθυσμού συνδέεται με την ανασφάλεια του συνταξιοδοτικού συστήματος, την
αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας, και την απαξίωση της περιφέρειας.
Ακολουθεί ανάλυση των υπαρχόντων πολιτικών για την ενίσχυση της τεκνογονίας.
Παρουσιάζονται επιδόματα, φορολογικές απαλλαγές, και άλλες παρεμβάσεις. Η
αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων τίθεται υπό κρίση. Αν και αποτελούν μια αρχή, δεν
αρκούν για να αντιστρέψουν την υπογεννητικότητα.
Γίνεται επίσης αναφορά σε επιτυχημένες διεθνείς πρακτικές, με έμφαση στις σκανδιναβικές χώρες και τη Γαλλία, όπου συνδυάζονται οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα. Το δοκίμιο εξετάζει την ηθική διάσταση του θέματος: Πρέπει να ενισχύεται η τεκνογονία ή αυτό συνιστά παραβίαση της προσωπικής επιλογής; Η απάντηση επιχειρείται με βάση τη συλλογική ευθύνη: Η τεκνογονία δεν είναι μόνο ατομική υπόθεση, αλλά προϋπόθεση κοινωνικής συνέχειας.
Γίνεται κριτική στις φωνές που αντιτίθενται στα δημογραφικά κίνητρα. Αναλύεται ο
εγωιστικός χαρακτήρας τους και οι λανθασμένες παραδοχές που τις στηρίζουν.
Η επιχειρηματολογία του δοκιμίου στηρίζεται τόσο σε κοινωνικοοικονομικά δεδομένα όσο
και σε φιλοσοφικά θεμέλια περί δικαιοσύνης και ισότητας ευκαιριών.
Η τελική ενότητα επιχειρεί μια σύνθεση: η τεκνογονία ως δημόσιο αγαθό που πρέπει να
υποστηριχθεί στοχευμένα, διαρθρωτικά και όχι απλώς επιδοματικά. Προτείνεται η υιοθέτηση
μιας νέας κοινωνικής συμφωνίας όπου η τεκνογονία ανταμείβεται αναλογικά, με μέτρα όπως
μπόνους σύνταξης, σταθερή κρατική στήριξη και καθολική πρόσβαση σε υπηρεσίες παιδικής
μέριμνας. Το παρόν δοκίμιο δεν φιλοδοξεί μόνο να καταγράψει το πρόβλημα αλλά να ανοίξει
έναν σοβαρό διάλογο με επιστημονική βάση και ρεαλιστικές προτάσεις.
Η συμβολή του στην ακαδημαϊκή κοινότητα έγκειται στην τεκμηρίωση της σύνδεσης μεταξύ
κόστους ανατροφής και πληθυσμιακής κρίσης, καθώς και στην προώθηση μιας νέας οπτικής
πάνω στο κοινωνικό συμβόλαιο της τεκνογονίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η δομή του συνταξιοδοτικού συστήματος και η αναδιανομή πόρων
Το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα εδράζεται δομικά σε μια αναδιανεμητική αρχή, η
οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της κοινωνικής ασφάλισης: οι εισφορές των σημερινών
εργαζομένων χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων. Το μοντέλο αυτό,
γνωστό ως σύστημα καθορισμένων παροχών με κατανομή πόρων (Pay-As-You-Go –
PAYG), λειτουργεί στη βάση της διαγενεακής αλληλεγγύης (OECD, 2023). Με άλλα λόγια,
κάθε γενιά εξαρτάται οικονομικά από την επάρκεια της επόμενης, γεγονός που καθιστά τη
δημογραφική ισορροπία όρο επιβίωσης του ίδιου του συστήματος.
Η δημογραφική υποχώρηση στην Ελλάδα προκαλεί ρήγμα σε αυτόν τον διαγενεακό δεσμό.
Το χαμηλό ποσοστό γεννήσεων (1,3 παιδιά ανά γυναίκα το 2022), σε συνδυασμό με τη
γήρανση του πληθυσμού, μεταφράζεται σε σταδιακή αποδυνάμωση της ενεργούς εργασιακής
βάσης και, κατ’ επέκταση, σε ανεπάρκεια χρηματοδότησης του συστήματος (Eurostat, 2023).
Στην πράξη, λιγότεροι εργαζόμενοι καλούνται να στηρίξουν περισσότερους συνταξιούχους,
ανατρέποντας την κρίσιμη ισορροπία εισφορών-παροχών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποιεί ότι η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους στην
Ελλάδα, η οποία ήταν 3 προς 1 το 2000, έχει ήδη υποχωρήσει κάτω από το 1,8 προς 1, και
προβλέπεται να πέσει κάτω από το 1,3 έως το 2050 αν συνεχιστεί η δημογραφική καθίζηση
(European Commission, 2021). Η τάση αυτή θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την επάρκεια αλλά
και τη δικαιοσύνη του συστήματος, αφού οι μελλοντικοί εργαζόμενοι θα κληθούν να
χρηματοδοτήσουν συντάξεις που ενδέχεται να μην ανταποκρίνονται στις δικές τους προσδοκίες.
Η έννοια της διαγενεακής δικαιοσύνης τίθεται στο επίκεντρο του προβληματισμού. Ένα
σύστημα που στηρίζεται στην τεκνογονία για τη λειτουργία του, αλλά δεν την ενθαρρύνει
επαρκώς, καταλήγει σε ένα παράδοξο: όσοι δεν τεκνοποιούν απολαμβάνουν τις εισφορές των παιδιών των άλλων χωρίς να συνεισφέρουν ισοδύναμα στη διαιώνιση του πληθυσμού
(Thomson, 2022). Αυτή η αφαίρεση συνεισφοράς από την αναπαραγωγική λειτουργία της
κοινωνίας, αν και θεμιτή ως ατομική επιλογή, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την κοινωνική
ανταποδοτικότητα.
Η αδυναμία του συστήματος να ενσωματώσει κίνητρα για την τεκνογονία εντείνει τη
δημογραφική απορρύθμιση. Μέχρι σήμερα, οι παρεμβάσεις του κράτους στηρίζονται
περισσότερο σε εισοδηματικά κριτήρια και λιγότερο σε κριτήρια συμβολής στην
αναπαραγωγή του πληθυσμού (Papadopoulos & Roumpakis, 2021). Αντί να επιβραβεύονται οι οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά για τη συμβολή τους στο μέλλον της κοινωνίας, συχνά αντιμετωπίζονται ως "κοινωνική μειοψηφία".
Οικογενειακά πακέτα διακοπών
Το δημογραφικό μέρισμα, δηλαδή η συνταξιοδοτική ανταμοιβή βάσει του αριθμού παιδιών,
θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εργαλείο αναγνώρισης αυτής της προσφοράς. Σε χώρες
όπως η Γαλλία και η Γερμανία, η τεκνογονία λαμβάνεται υπ’ όψιν στον υπολογισμό
σύνταξης είτε μέσω μονάδων επιπλέον χρόνου είτε μέσω αύξησης ποσού (OECD, 2022).
Αντίστοιχα, το ελληνικό σύστημα θα μπορούσε να ενσωματώσει έναν δημογραφικό
πολλαπλασιαστή – για παράδειγμα, +2% στη σύνταξη ανά παιδί αναθρεμμένο μέχρι την
ενηλικίωση.
Αυτό δεν αποτελεί τιμωρία για τους άτεκνους, αλλά αποκατάσταση της διαγενεακής
ισορροπίας. Η επιδότηση παιδιών μέσω των συντάξεων όσων τα ανέθρεψαν, αναγνωρίζει την οικονομική και κοινωνική επένδυση που προηγήθηκε. Άλλωστε, το κόστος ανατροφής
παιδιού στην Ελλάδα ξεπερνά τα €247.000 (ΕΛΣΤΑΤ, 2023), ποσό το οποίο οι γονείς δεν
ανακτούν ποτέ απευθείας, ενώ η κοινωνία επωφελείται μέσω των εισφορών και της εργασίας
του παιδιού.
Συμπερασματικά, η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν μπορεί να
αποσυνδεθεί από τη δημογραφική πολιτική. Η απουσία παιδιών σήμερα σημαίνει την
απουσία εισφορών αύριο. Μια κοινωνία που δεν επιβραβεύει τη γονεϊκότητα είναι
καταδικασμένη να μειώνει συνεχώς το δυναμικό της.
Η ανάγκη μετασχηματισμού του ελληνικού συνταξιοδοτικού σε ένα μοντέλο που
αναγνωρίζει τη συμβολή των οικογενειών στην επιβίωση του κράτους είναι επείγουσα.
Εφόσον ο δημόσιος πλούτος αναπαράγεται διαγενεακά, και όχι από κενό αέρος, είναι εύλογο
η πολιτεία να αναγνωρίζει την ανατροφή παιδιών ως δημόσιο αγαθό, και όχι ως ιδιωτική
πολυτέλεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Το κόστος ανατροφής παιδιού στην Ελλάδα – Ανάλυση υπολογισμών και κοινωνικών επιπτώσεων
Η ανάλυση του κόστους ανατροφής παιδιού στην Ελλάδα αποκαλύπτει όχι μόνο την
οικονομική πίεση που ασκείται στην οικογένεια, αλλά και τις βαθύτερες κοινωνικές και
Οικογενειακά πακέτα διακοπών
θεσμικές ανεπάρκειες που συντηρούν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας. Η διάσταση του
κόστους είναι πολυπαραγοντική: περιλαμβάνει άμεσα έξοδα, ευκαιριακό κόστος,
επαγγελματικούς περιορισμούς, και μακροχρόνια δημοσιονομική επιβάρυνση.
Σύμφωνα με συγκεντρωτικά στοιχεία της UNICEF (2023), η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ
των χωρών με τη χαμηλότερη επένδυση σε παιδική πολιτική ανά παιδί. Συγκεκριμένα,
δαπανά κατά μέσο όρο 1.725 ευρώ ετησίως ανά παιδί ηλικίας 0–18 ετών, ενώ ο μέσος όρος
της Ε.Ε. ξεπερνά τις 3.200 ευρώ. Αυτή η υποχρηματοδότηση υποδηλώνει την υποβάθμιση
της παιδικής ηλικίας στη δημοσιονομική προτεραιοποίηση της χώρας και αποτελεί σοβαρό
αντικίνητρο για τη δημιουργία οικογένειας.Πέραν των άμεσων δαπανών διαβίωσης, το λεγόμενο ευκαιριακό κόστος (opportunity cost) το λεγόμενο ευκαιριακό κόστος (opportunity cost) της τεκνογονίας αναφέρεται σε όλα εκείνα τα οφέλη, τις δυνατότητες και τις επιλογές που ένα άτομο –και ιδιαίτερα μια γυναίκα– χάνει ή αναβάλλει εξαιτίας της απόφασης να αποκτήσει και να αναθρέψει παιδιά. Δεν αφορά άμεσες οικονομικές δαπάνες, αλλά τις απολεσθείσες ευκαιρίες: εισόδημα από εργασία, επαγγελματική εξέλιξη, ακαδημαϊκή πρόοδο, ελεύθερο χρόνο, κοινωνική κινητικότητα ή ακόμα και συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Στην πράξη, όταν μια γυναίκα επιλέγει να τεκνοποιήσει –ειδικά σε περιβάλλον όπου η κρατική μέριμνα είναι περιορισμένη– συχνά «πληρώνει» με την καριέρα της ή με τη διακοπή/αναστολή των προσωπικών και επαγγελματικών της φιλοδοξιών. Ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου –και χαρακτηριστικά στην Ελλάδα– όπου η φροντίδα παιδιών παραμένει σε μεγάλο βαθμό υπόθεση του ιδιωτικού χώρου, η μητρότητα επιφέρει δυσανάλογες συνέπειες στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Το έλλειμμα σε δημόσιες δομές φύλαξης, η υποαμειβόμενη ή απλήρωτη οικιακή εργασία, και η ελλιπής προστασία της μητρικής ιδιότητας στην αγορά εργασίας, καθιστούν την τεκνογονία μια απόφαση με μακροπρόθεσμο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Το υψηλό ευκαιριακό κόστος
Οικογενειακά πακέτα διακοπών
της τεκνογονίας είναι ιδιαίτερα υψηλό, ιδίως για τις γυναίκες. Έρευνες έχουν δείξει ότι στην
Ελλάδα το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών μειώνεται έως και 35% κατά τη διάρκεια
των ετών ανατροφής παιδιών (ILO, 2022). Η έλλειψη εθνικού δικτύου παιδικής φροντίδας, οι ανεπαρκείς άδειες μητρότητας και η υποκατάσταση του κράτους από την άτυπη φροντίδα
(κυρίως των γιαγιάδων) επιτείνουν το κόστος αυτό.
Το εκπαιδευτικό σκέλος αποτελεί ξεχωριστή πηγή επιβάρυνσης. Αν και το Σύνταγμα
κατοχυρώνει τη δωρεάν παιδεία, η πραγματικότητα αποκαλύπτει το φαινόμενο της
"παράλληλης εκπαίδευσης". Το 83% των μαθητών λυκείου στην Ελλάδα φοιτά σε φροντιστήρια (ΙΟΒΕ, 2023), με μέσες ετήσιες δαπάνες που κυμαίνονται μεταξύ 2.000 και
4.000 ευρώ, ανάλογα με την τάξη και τον αριθμό μαθημάτων. Η ανάγκη για
συμπληρωματική διδασκαλία καταρρίπτει τον μύθο της πλήρως κρατικά καλυπτόμενης
εκπαίδευσης. Αντίστοιχα, οι δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη – ιδίως προληπτική και παιδοψυχιατρική – δεν είναι πλήρως ενταγμένες στο δημόσιο σύστημα. Οι λίστες αναμονής στα δημόσια παιδιατρικά τμήματα ξεπερνούν τους τρεις μήνες σε μεγάλες πόλεις, γεγονός που ωθεί τις οικογένειες στον ιδιωτικό τομέα. Το ποσοστό εξαρτημένων παιδιών που ασφαλίζονται με ιδιωτικά συμβόλαια έχει αυξηθεί κατά 48% μεταξύ 2018 και 2023 (Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδας, 2023).
Επιπλέον, η στεγαστική επιβάρυνση για οικογένειες με παιδιά είναι εξαιρετικά άνιση.
Στοιχεία της Eurostat (2023) καταδεικνύουν ότι το 42% των οικογενειών με τουλάχιστον δύο παιδιά δαπανούν άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για ενοίκιο ή δάνειο. Η
Οικογενειακά πακέτα διακοπών
έλλειψη στεγαστικής πολιτικής για νέες οικογένειες και η παντελής απουσία κοινωνικής
κατοικίας εντείνουν τον οικονομικό αποκλεισμό όσων σκέφτονται να αποκτήσουν
περισσότερα του ενός παιδιού.
Σε επίπεδο συγκριτικής πολιτικής, η Ελλάδα απέχει θεμελιωδώς από χώρες όπως η
Φινλανδία και η Γαλλία, όπου η τεκνογονία ενθαρρύνεται μέσω θεσμοθετημένων
μεταβιβαστικών μηχανισμών. Η Φινλανδία, για παράδειγμα, παρέχει σε κάθε παιδί ετήσιο
εκπαιδευτικό κουπόνι και δωρεάν ψυχοκοινωνική στήριξη από την προσχολική ηλικία, ενώ η
Γαλλία προσφέρει αυξημένη σύνταξη για κάθε τρίτο παιδί (INSEE, 2022). Οι πρακτικές
αυτές υπογραμμίζουν τον ρόλο του κράτους ως συνεταίρου της οικογένειας, και όχι ως
παθητικού παρατηρητή.
Η έννοια του κοινωνικού κόστους της ατεκνίας συχνά αγνοείται στον δημόσιο διάλογο. Το
κράτος, επωμιζόμενο τα λειτουργικά κόστη των ατόμων ανεξαρτήτως τεκνογονικής
επιλογής, καλείται να καλύψει τις συντάξεις και την περίθαλψη μιας κοινωνίας χωρίς επαρκή
αναπλήρωση πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η απουσία παιδιών συνιστά όχι μόνο
δημογραφικό πρόβλημα, αλλά και μακροοικονομική πρόκληση (OECD, 2024).
Η στρατηγική απάντηση δεν μπορεί να εξαντλείται σε βραχυπρόθεσμα επιδόματα. Το κόστος
ανατροφής παιδιού στην Ελλάδα απαιτεί διαρθρωτική επανατοποθέτηση των κρατικών
προτεραιοτήτων. Η καθιέρωση οριζόντιων παροχών (π.χ. δωρεάν παιδικοί σταθμοί για οδηγεί πολλές γυναίκες, ειδικά μορφωμένες και επαγγελματικά ενεργές, να αναβάλλουν ή να απορρίπτουν την τεκνογονία, γεγονός που ανατροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο της υπογεννητικότητας. όλους, σχολικά γεύματα, αυτόματες φοροαπαλλαγές ανά τέκνο), σε συνδυασμό με μακροπρόθεσμα κίνητρα όπως δημογραφικά Bonus στη σύνταξη ή στη φορολογία, μπορεί να αντιστρέψει το αντικίνητρο της τεκνογονίας.
Οικογενειακά πακέτα διακοπών
Η ουσιαστική αναγνώριση του κόστους ανατροφής παιδιού συνιστά τη βάση για μια νέα
κοινωνική σύμβαση. Στη σύμβαση αυτή, η γονεϊκότητα παύει να είναι ιδιωτική υπόθεση και
καθίσταται συλλογικά ανταμειβόμενη κοινωνική λειτουργία. Η μετάβαση από το σχήμα «η
οικογένεια πληρώνει, η κοινωνία επωφελείται» στο σχήμα «κοινωνική επένδυση μέσω της
οικογένειας» αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική απάντηση στην κρίση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Το Δημογραφικό πρόβλημα – δεδομένα και προβλέψεις
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια βαθιά και παρατεταμένη δημογραφική κρίση, η
οποία εξελίσσεται σε μια σιωπηλή εθνική απειλή. Ο πληθυσμός της χώρας φθίνει σταθερά, η
ηλικιακή πυραμίδα αναστρέφεται, και οι δημογραφικοί δείκτες φανερώνουν τη ραγδαία
εξασθένηση των παραγωγικών ηλικιών. Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο· ωστόσο, οι
διαστάσεις του σήμερα ξεπερνούν κάθε προηγούμενο ιστορικό παράδειγμα.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (2024), ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας το 2023 ήταν
10.320.000, μειωμένος κατά 400.000 σε σχέση με το 2011. Ο δείκτης γονιμότητας παραμένει σταθερά κάτω από το όριο αναπλήρωσης (2,1 παιδιά ανά γυναίκα) και συγκεκριμένα στο 1,3 – έναν από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τάση αυτή είναι συνεχής από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ενώ καμία διακυβέρνηση δεν κατάφερε να την αντιστρέψει. Η ανάλυση της ηλικιακής κατανομής του πληθυσμού είναι αποκαλυπτική: το 2023, το 24,2% του πληθυσμού ήταν άνω των 65 ετών, ενώ μόλις το 14,6% ήταν κάτω των 15. Αυτή η αναστροφή δημιουργεί ασφυκτική πίεση στα συνταξιοδοτικά ταμεία, το σύστημα υγείας και την αγορά εργασίας (Eurostat, 2023). Η σχέση εξάρτησης –δηλαδή ο αριθμός των μη παραγωγικών σε σχέση με τους παραγωγικούς– ξεπερνά το 57%, και προβλέπεται να αγγίξει το 70% ως το 2050 (European Commission, 2021).
Οικογενειακά πακέτα διακοπών
Η υπογεννητικότητα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα οικονομικών δυσχερειών, αλλά
πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Η ανασφάλεια στην αγορά εργασίας, η ακριβή στέγαση, η
έλλειψη δομών φροντίδας και η δυσκολία συμφιλίωσης επαγγελματικής και οικογενειακής
ζωής δρουν σωρευτικά. Στην Ελλάδα, το 36% των γυναικών δηλώνει ότι δεν επιθυμεί ή δεν
μπορεί να αποκτήσει παιδιά λόγω επαγγελματικής αβεβαιότητας (UNFPA, 2022).
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και το φαινόμενο της εσωτερικής και εξωτερικής
μετανάστευσης. Μετά την οικονομική κρίση του 2009, πάνω από 500.000 Έλληνες, κυρίως
ηλικίας 20–39, εγκατέλειψαν τη χώρα (OECD, 2023). Αυτή η διαρροή ανθρώπινου
κεφαλαίου αφαιρεί δυναμική αναπαραγωγής πληθυσμού, εισφορών και καινοτομίας από τον
εθνικό κορμό.
Η απουσία συνεκτικής και στοχευμένης δημογραφικής πολιτικής επιδεινώνει την κατάσταση.
Οι υπάρχουσες παρεμβάσεις είναι αποσπασματικές, εισοδηματικού χαρακτήρα και χωρίς
μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη πλήρως διαμορφωμένο Εθνικό
Συμβούλιο Δημογραφικής Στρατηγικής με αρμοδιότητα συντονισμού όλων των σχετικών
πολιτικών (Papadopoulos & Roumpakis, 2021).
Το δημογραφικό πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Επηρεάζει το
ανθρώπινο κεφάλαιο, την κοινωνική συνοχή, την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την
εθνική άμυνα. Καθώς οι ένοπλες δυνάμεις, οι υπηρεσίες υγείας και οι παραγωγικοί τομείς
βασίζονται σε νεανικό δυναμικό, η διαρκής μείωση των νέων γενιών επηρεάζει άμεσα την
εθνική αντοχή σε κρίσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο χαμηλότερο 10% παγκοσμίως σε ρυθμό
πληθυσμιακής αύξησης, μαζί με χώρες όπως η Ιαπωνία και η Βουλγαρία (UN Population
Division, 2023). Ωστόσο, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ελλάδα δεν έχει
υιοθετήσει πολιτικές πλήρους κρατικής ενσωμάτωσης τεχνολογιών ή ρομποτικού εργατικού
δυναμικού για να αντισταθμίσει τις ελλείψεις.
Το σενάριο βάσης της Eurostat (2023) για το 2060 εκτιμά ότι ο ελληνικός πληθυσμός
ενδέχεται να πέσει κάτω από τα 8,5 εκατομμύρια. Το πιο απαισιόδοξο σενάριο τον τοποθετεί
κάτω από 7,8 εκατομμύρια. Η αναλογία παιδιών ανά ζευγάρι τείνει στο 1,1 στις αστικές
περιοχές, ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) καταγράφονται τα
υψηλότερα ποσοστά μη τεκνογονίας (ΕΛΣΤΑΤ, 2024).
Η απορρύθμιση του πληθυσμιακού ιστού έχει συνέπειες και σε τοπικό επίπεδο: τα δημοτικά
σχολεία της υπαίθρου συγχωνεύονται ή καταργούνται, τα αγροτικά ιατρεία υπολειτουργούν
και οι κοινότητες ερημώνονται. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση οδηγεί σε χωρικές ανισότητες,
με τις αστικές περιοχές να συγκεντρώνουν τους λιγοστούς νέους, και την περιφέρεια να
γηράσκει χωρίς δυνατότητα ανάταξης (OECD, 2022).
Η δημογραφική πρόβλεψη, επομένως, δεν είναι απλώς στατιστική άσκηση· είναι
προειδοποίηση επιβίωσης. Η επιβράδυνση της πτώσης του πληθυσμού απαιτεί ένα μείγμα
πολιτικών: στήριξη των νέων οικογενειών, μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε παιδικές δομές,
φορολογικά κίνητρα, και αναγνώριση της τεκνογονίας ως εθνικής επένδυσης. Το
δημογραφικό δεν επιλύεται με δηλώσεις· απαιτεί μακρόπνοη, συντονισμένη, και
επιστημονικά τεκμηριωμένη δράση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Κίνητρα και πολιτικές στήριξης της τεκνογονίας – Αναγκαιότητα, εφαρμογές και παραδείγματα
Η αντιστροφή της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα απαιτεί ένα ριζικά επανασχεδιασμένο
πλαίσιο κινήτρων. Οι οικονομικοί, κοινωνικοί και θεσμικοί φραγμοί που αποτρέπουν τη
δημιουργία οικογένειας –ή την επέκτασή της πέραν του ενός παιδιού– δεν μπορούν να
αρθούν χωρίς την ενεργό παρέμβαση της πολιτείας. Τα δημογραφικά κίνητρα δεν αποτελούν
ελεημοσύνη προς τους πολύτεκνους ή παροχές πολυτελείας, αλλά εργαλείο εθνικής
αναπαραγωγής.
Τα κίνητρα διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: οικονομικά–φορολογικά,
κοινωνικά–δομικά, και συμβολικά–ηθικά. Η αποτελεσματικότητα κάθε μέτρου εξαρτάται
από τη διατηρησιμότητά του στον χρόνο, την καθολική πρόσβαση, και την ειλικρινή
στοχοθέτηση: την επιβράβευση της τεκνογονίας και όχι απλώς την ανακούφιση της
φτώχειας.
i. Οικονομικά και φορολογικά κίνητρα: Ανάγκη για διαρθρωτική προσέγγιση
Η χορήγηση επιδομάτων γέννας και τέκνων αποτελεί τον πιο διαδεδομένο μηχανισμό
οικονομικής ενίσχυσης. Στην Ελλάδα, το επίδομα παιδιού του ΟΠΕΚΑ παρέχεται με
εισοδηματικά κριτήρια και ανέρχεται σε 70–140 ευρώ/μήνα ανά παιδί (ΟΠΕΚΑ, 2024).
Επιπλέον, από το 2020 εφαρμόζεται το εφάπαξ επίδομα γέννας 2.000 ευρώ για κάθε νέο
τέκνο. Ωστόσο, μελέτες δείχνουν ότι τα επιδόματα αυτά δεν επαρκούν για να καλύψουν το
μακροχρόνιο κόστος ανατροφής, ούτε επηρεάζουν καθοριστικά τις τεκνογονικές αποφάσεις
(OECD, 2023). Ένα πιο δομικό μέτρο συνιστούν οι φορολογικές ελαφρύνσεις βάσει
αριθμού εξαρτώμενων τέκνων. Το γαλλικό μοντέλο του quotient familial, εφαρμόζει
κλιμακωτή μείωση φορολογίας ανάλογα με τον αριθμό παιδιών, μετατρέποντας την
τεκνογονία σε φορολογικό πλεονέκτημα (INSEE, 2022). Αντίστοιχα, η Γερμανία προσφέρει
επιπλέον αφορολόγητο όριο και επιδότηση μίσθωσης για οικογένειες με δύο ή περισσότερα
παιδιά (Federal Ministry of Finance, 2023).
Στην Ελλάδα, αντίστοιχα μέτρα παραμένουν περιορισμένα. Δεν υπάρχει ενιαίο φορολογικό
πλέγμα που να επιβραβεύει μακροχρόνια την ύπαρξη περισσότερων παιδιών. Προτείνεται η
υιοθέτηση δημογραφικών φορολογικών κλιμάκων, οι οποίες θα μειώνουν τον φορολογικό
συντελεστή κατά 2–3 ποσοστιαίες μονάδες ανά παιδί.
ii. Κοινωνικά και θεσμικά κίνητρα: Η ανάγκη για προσβάσιμες υποδομές
Ένα από τα βασικότερα αντικίνητρα τεκνογονίας είναι η απουσία δομών φροντίδας για
παιδιά. Στη Φινλανδία, το κράτος εγγυάται δωρεάν παιδικό σταθμό για όλα τα παιδιά άνω
των 9 μηνών, ενώ προσφέρει και επιδότηση για ιδιωτική φροντίδα εάν δεν υπάρχει δημόσια
θέση (Finnish Institute for Health and Welfare, 2023). Στην Ελλάδα, μόνο το 16% των
παιδιών κάτω των 3 ετών έχει πρόσβαση σε δημόσια φροντίδα, ενώ οι θέσεις είναι
ανεπαρκείς και άνισα κατανεμημένες (ΕΛΣΤΑΤ, 2023). Παράλληλα, η γονική άδεια
αποτελεί κρίσιμο εργαλείο στήριξης. Στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. (π.χ. Σουηδία,
Ολλανδία), παρέχεται τουλάχιστον 12 μήνες άδεια ανά γονέα, με πλήρη ή μερική
αποζημίωση. Στην Ελλάδα, η άδεια μητρότητας είναι μόλις 4 μήνες και η άδεια πατρότητας
14 ημέρες. Η ανισορροπία αυτή εντείνει το βάρος της τεκνογονίας στις γυναίκες και οδηγεί
σε επαγγελματικές ανισότητες (ILO, 2022).
Στρατηγικά, η δημιουργία ολοήμερων σχολείων, δωρεάν εξωσχολικών δραστηριοτήτων,
και κρατικών vouchers για φροντιστήρια θα ελάφρυναν ουσιαστικά τον οικογενειακό
προϋπολογισμό και θα αύξαναν το αίσθημα ασφάλειας.
iii. Συμβολικά και ηθικά κίνητρα: Αναγνώριση και κοινωνική ανταμοιβή
Πέρα από το χρήμα, απαιτείται και συμβολική αποκατάσταση της γονεϊκότητας. Η
Πολωνία, για παράδειγμα, έχει θεσπίσει το μετάλλιο της «Πολύτεκνης Μητέρας» και
προβλέπει επιπλέον προτεραιότητα στην πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες (Ministry of
Family and Social Policy, 2022). Αντίστοιχα, η Ουγγαρία παρέχει απαλλαγή από τον φόρο
εισοδήματος σε μητέρες με τέσσερα ή περισσότερα παιδιά.
Η Ελλάδα, αντίθετα, διατηρεί έναν σχεδόν σιωπηλό δημόσιο λόγο για την τεκνογονία. Η
πολυτεκνία συχνά αντιμετωπίζεται ως "αντισυμβατική" επιλογή και όχι ως θεσμικά τιμώμενη προσφορά.
Η δημιουργία ενός "Δημογραφικού Πιστοποιητικού Συμβολής" ή η
μοριοδότηση γονέων σε προσλήψεις στο Δημόσιο ή στην κοινωνική κατοικία θα μπορούσε
να λειτουργήσει ενισχυτικά.
iv. Ολιστική προσέγγιση: Το μοντέλο των «παιδοκεντρικών κοινωνικών πολιτικών»
Η πλέον αποτελεσματική στρατηγική είναι η ενσωμάτωση των παραπάνω κινήτρων σε
ολοκληρωμένο σύστημα παιδοκεντρικής πολιτικής. Η Γαλλία αποτελεί πρότυπο:
συνδυάζει χρηματικά επιδόματα, φορολογικές ελαφρύνσεις, κρατικά επιδοτούμενες δομές
φροντίδας και θεσμική αναγνώριση του γονεϊκού ρόλου. Το αποτέλεσμα είναι ένας δείκτης
γονιμότητας κοντά στο 1,9 – ο υψηλότερος στην Ε.Ε. (INSEE, 2022).
Αντίστοιχα, η Σουηδία και η Δανία εφαρμόζουν πολιτικές «ευημερίας μέσω τεκνογονίας»:
κάθε παιδί συνεπάγεται αυτοματοποιημένη δημόσια επένδυση σε εκπαίδευση, στέγαση,
υγεία και ψυχοκοινωνική στήριξη. Οικογένεια και κράτος λειτουργούν ως συνεργάτες, όχι ως αντίπαλοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Η ηθική διάσταση και η συλλογική ευθύνη της τεκνογονίας
Η συζήτηση για την υπογεννητικότητα και την κρατική ενίσχυση της οικογένειας δεν μπορεί
να παραμείνει σε επίπεδο αριθμητικής ανάλυσης ή οικονομικής πολιτικής. Αφορά πρωτίστως
την ηθική θεμελίωση της ίδιας της κοινωνικής συνοχής: ποιος επωφελείται, ποιος
συνεισφέρει, και ποιος φέρει την ευθύνη για τη διαιώνιση της κοινότητας.
Η τεκνογονία, πέρα από ατομική επιλογή, συνιστά πράξη κοινωνικής συμβολής. Η
απόκτηση και ανατροφή παιδιών παράγει δημόσιο όφελος: ανανέωση του πληθυσμού,
διατήρηση της οικονομικής βάσης, ενίσχυση των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης,
αναπαραγωγή της πολιτικής κοινότητας. Παρά ταύτα, στο δημόσιο λόγο η τεκνογονία
αντιμετωπίζεται συχνά ως προσωπικό δικαίωμα ή –το χειρότερο– ως ιδιωτικό βάρος (Sandel,
2010).
Αυτή η αντίληψη αγνοεί την διαγενεακή ηθική: την ηθική υποχρέωση της παρούσας γενιάς
να διασφαλίσει συνθήκες βιωσιμότητας για τις επόμενες. Σύμφωνα με τον Rawls (1971), μια
δίκαιη κοινωνία οφείλει να σχεδιάζει τις πολιτικές της λες και δεν γνωρίζει σε ποια γενιά ή
κοινωνική ομάδα θα ανήκουν τα μέλη της. Η θεώρηση αυτή επιβάλλει μέτρα στήριξης της
γονεϊκότητας όχι ως χάρη, αλλά ως μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ανακύπτει εδώ και το ζήτημα της ηθικής ασυμμετρίας: όσοι δεν τεκνοποιούν επωφελούνται
από τους καρπούς της τεκνογονίας των άλλων – εργατικό δυναμικό, πληρωμές συντάξεων,
υπηρεσίες – χωρίς να συμμετέχουν στον κόπο και τη δαπάνη που αυτή απαιτεί (Thomson,
2022). Η αρχή της αλληλεγγύης επιβάλλει αναγνώριση αυτής της άνισης κατανομής ευθύνης, ιδίως όταν το κόστος της τεκνογονίας φτάνει τα 250.000 ευρώ ανά παιδί (ΕΛΣΤΑΤ, 2023).
Στην Ελλάδα, κάθε αναφορά σε "μπόνους για πολύτεκνους" ή "δημογραφικά κίνητρα" συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία, σαν να συνιστά μορφή κοινωνικού προνομίου. Ωστόσο, αυτή η στάση παραβλέπει ότι η ενίσχυση των οικογενειών με παιδιά εξυπηρετεί τη συλλογική αναπαραγωγή της κοινωνίας. Δεν αφορά μόνο τους γονείς, αλλά ολόκληρη τη δημοκρατική δομή του κράτους.
Η ηθική της τεκνογονίας επιβάλλει την αναγνώριση της γονεϊκότητας ως δημόσιο αγαθό.
Όπως οι εκπαιδευτικοί, οι πυροσβέστες ή οι εθελοντές, έτσι και οι γονείς επιτελούν
κοινωνικά κρίσιμη λειτουργία. Στερούμενοι αμοιβής, συχνά χωρίς θεσμική υποστήριξη,
προσφέρουν στην κοινωνία αυτό που καμία πολιτική δεν μπορεί να αντικαταστήσει:
ανθρώπινο μέλλον. Σε αυτή τη βάση, προτείνεται η καθιέρωση ενός «κοινωνικού
πιστοποιητικού γονικής προσφοράς», το οποίο θα συνεπάγεται προσαύξηση σύνταξης,
μοριοδότηση για πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά και ένταξη σε προτεραιότητες κοινωνικής
στήριξης. Η αναγνώριση αυτή δεν έρχεται να τιμωρήσει όσους επέλεξαν διαφορετικά, αλλά
να αποδώσει ηθική και θεσμική αξία σε εκείνους που συνεισέφεραν.
Η συλλογική ευθύνη δεν εξαντλείται σε αριθμούς. Απαιτεί δημόσια αναγνώριση, πολιτική
βούληση, και ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα ξεπερνά την ατομικιστική ηθική της
ιδιώτευσης. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η κοινωνία οφείλει να προστατεύσει και να ενισχύσει
όσους αναλαμβάνουν τη δύσκολη, αλλά απαραίτητη αποστολή της ανατροφής παιδιών. Ο
ηθικός στοχασμός δεν αναιρεί την ανάγκη για τεκμηριωμένες πολιτικές, αλλά τις θεμελιώνει.
Δεν υπάρχει δίκαιη κοινωνία χωρίς δίκαιη κατανομή βαρών και ωφελειών. Και δεν υπάρχει
βιώσιμη κοινωνία χωρίς παιδιά. Η γονεϊκότητα, λοιπόν, δεν είναι ιδιωτική επιλογή – είναι
κοινωνική επένδυση. Και κάθε κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να επενδύει σε
όσους επενδύουν στο μέλλον της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Κριτική στις αντιρρήσεις για τα δημογραφικά κίνητρα – Αντιρρησιακές στάσεις, κοινωνικές αντιστάσεις και αντιλογικές συγκρούσεις
Η κριτική στις πολιτικές δημογραφικών κινήτρων προέρχεται από ένα σύνθετο μωσαϊκό
ιδεολογικών, ηθικών, ταξικών και πολιτισμικών προσεγγίσεων. Πέρα από τις επιφανειακές
ενστάσεις περί δημοσιονομικού κόστους ή ισότητας, υποβόσκει μια βαθύτερη σύγκρουση
μεταξύ ατομικιστικής ερμηνείας της κοινωνίας και συλλογιστικής θεώρησης του
κράτους πρόνοιας. Η επέκταση των δημογραφικών κινήτρων προϋποθέτει, επομένως, όχι
απλώς διορθωτική πολιτική αλλά πολιτισμική και πολιτική μετατόπιση.
i. Η ένσταση περί «τεχνητής υποστήριξης» οικογενειακών δομών
Ορισμένοι επικριτές θεωρούν ότι τα δημογραφικά κίνητρα διατηρούν ή αναπαράγουν
"παραδοσιακά" πρότυπα οικογένειας, ενισχύοντας τη βιολογική τεκνογονία εις βάρος εναλλακτικών μορφών συμβίωσης. Σε αυτή τη βάση, υποστηρίζεται πως τα κίνητρα αυτά λειτουργούν ως μορφές κοινωνικής μηχανικής ή "βιο-πολιτικής" ελέγχου (Foucault, 1979).
Η απάντηση σε αυτή τη θέση βρίσκεται στην επεκτασιμότητα των μέτρων, όχι στην
κατάργησή τους. Η αναγνώριση της τεκνογονίας ως κοινωνικής προσφοράς δεν αποκλείει
την αναγνώριση εναλλακτικών μοντέλων γονεϊκότητας, όπως η υιοθεσία, οι μονογονεϊκές
οικογένειες ή οι γονείς με αναπηρίες. Αντιθέτως, η στοχευμένη πολιτική μπορεί να
εμπλουτιστεί ώστε να μην αναπαράγει στερεότυπα, αλλά να στηρίζει κάθε μορφή
τεκνογονικής συνεισφοράς, ανεξαρτήτως του μοντέλου σχέσης.
ii. Ο κίνδυνος του «εθισμού στα επιδόματα»
Ένα άλλο συχνό επιχείρημα αφορά τον φόβο ότι τα δημογραφικά επιδόματα θα
δημιουργήσουν κουλτούρα εξάρτησης, θα υπονομεύσουν το κίνητρο εργασίας ή θα
ενθαρρύνουν τη γέννηση παιδιών για οικονομικό όφελος. Πρόκειται για παλαιά φιλελεύθερη
αντίληψη περί "τεμπελιάς των επιδοματούχων", η οποία έχει αποδειχθεί ανακριβής (OECD, 2023).
Μελέτες δείχνουν ότι τα γενναιόδωρα επιδόματα δεν οδηγούν σε μείωση της απασχόλησης,
αλλά συχνά ενισχύουν τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας όταν συνδυάζονταιμε δομές φροντίδας (Gauthier, 2016). Στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, η αύξηση των δημογραφικών μεταβιβάσεων συνοδεύτηκε από ενίσχυση της οικονομικής ανεξαρτησίας των γονέων, όχι εξάρτηση. Άλλωστε, το κόστος ανατροφής υπερβαίνει κατά πολύ οποιοδήποτε επίδομα – το οικονομικό κίνητρο είναι ελάχιστο μπροστά στη βιοτική
πραγματικότητα.
iii. Αντιστάσεις από προνομιούχες κοινωνικές ομάδες
Σε πολλές περιπτώσεις, οι σφοδρότερες αντιδράσεις για τα δημογραφικά κίνητρα
προέρχονται όχι από τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά από προνομιούχα στρώματα που δεν
αντιλαμβάνονται τον αναπαραγωγικό κόπο ως δημόσια αξία. Πρόκειται για μια μορφή
κοινωνικού ελιτισμού που θεωρεί την τεκνογονία ζήτημα «πολιτισμικής επιλογής» ή
«προσωπικής ιδιορρυθμίας».
Η στάση αυτή βασίζεται στην ψευδαίσθηση αυτοδυναμίας: ότι μπορεί κανείς να ζήσει
πλήρως ανεξάρτητος από τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, η ύπαρξη δρόμων, υπηρεσιών,
συστημάτων υγείας, ακόμη και συνταξιοδοτικών παροχών προϋποθέτει διαρκή κοινωνική
αναπαραγωγή. Η απόρριψη της τεκνογονίας ως κοινωνικά ανταμειβόμενης δραστηριότητας
συνιστά ιδεολογική αποσύνδεση από την κοινότητα (Habermas, 2001).
iv. Η πολιτική εργαλειοποίηση του θέματος
Τέλος, σε αρκετές περιπτώσεις, η συζήτηση περί δημογραφικών κινήτρων εργαλειοποιείται
πολιτικά, είτε για λαϊκισμό είτε για καταγγελία υποτιθέμενων «προνοιακών εκτροπών». Η
διαχείριση του δημογραφικού απαιτεί αποπολιτικοποίηση και θεσμική σταθερότητα. Οι
δημογραφικές πολιτικές δεν μπορεί να μεταβάλλονται ανάλογα με τις εκλογικές συγκυρίες ή
τις κομματικές γραμμές.
Η διαχρονική επιτυχία της Γαλλίας και των σκανδιναβικών χωρών οφείλεται στην ύπαρξη
σταθερού και υπερκομματικού δημογραφικού πλαισίου, ενταγμένου σε μακροχρόνια στρατηγική.
Η Ελλάδα οφείλει να αποσυνδέσει το δημογραφικό από τη συγκυριακή
ρητορεία και να το εντάξει στο πεδίο του μακροπρόθεσμου θεσμικού σχεδιασμού.
Οι αντιρρήσεις στα δημογραφικά κίνητρα δεν είναι αβάσιμες ως προς τις ανησυχίες τους,
αλλά συχνά στηρίζονται σε αντιλήψεις μερικής αλήθειας ή ιδεολογικών προκαταλήψεων.
Η αντιμετώπισή τους απαιτεί τεκμηρίωση, πολιτικό θάρρος, κοινωνικό διάλογο και σαφή
θεσμικό προσανατολισμό. Δεν υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς αναγνώριση της
προσφοράς. Και δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αναπαραγωγή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Συμπεράσματα – Ανακεφαλαίωση, πολιτικές προτάσεις και συμβολή στην ακαδημαϊκή συζήτηση
Η ανάλυση που προηγήθηκε ανέδειξε με τεκμηριωμένο τρόπο το βάθος και την
πολυπλοκότητα του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα, με αφετηρία το πραγματικό,
αντικειμενικά μετρήσιμο κόστος ανατροφής παιδιού. Το κόστος αυτό –οικονομικό,
ευκαιριακό, θεσμικό– βαραίνει δυσανάλογα τις οικογένειες, ιδίως εκείνες με περισσότερα
παιδιά, και παραμένει ελάχιστα αντισταθμισμένο από την κοινωνία.
Παράλληλα, αναλύθηκε η αναδιανεμητική φύση του ελληνικού συνταξιοδοτικού
συστήματος και καταδείχθηκε ότι η βιωσιμότητά του εξαρτάται άμεσα από τη διαγενεακή
συνέχεια και την επάρκεια του ενεργού πληθυσμού. Το να στηρίζεται ένα ολόκληρο
σύστημα πρόνοιας στις εισφορές παιδιών που δεν γεννιούνται, ή που δεν παραμένουν στη
χώρα, συνιστά δομική αντίφαση. Καταγράφηκαν οι βασικοί παράγοντες υπογεννητικότητας:
υψηλό κόστος ζωής, ανεπαρκείς δομές φροντίδας, επαγγελματική ανασφάλεια, έλλειψη
κινήτρων, ιδεολογική ουδετερότητα του κράτους απέναντι στην τεκνογονία. Αναλύθηκαν
επίσης τα ηθικά και κοινωνικά επιχειρήματα υπέρ της ενίσχυσης της γονεϊκότητας ως πράξης
δημοσίου συμφέροντος.
Η κριτική στις αντιρρήσεις για τα δημογραφικά κίνητρα έδειξε ότι αυτές συχνά στηρίζονται
σε παρανοήσεις, ιδεολογικά στερεότυπα ή ατομικιστική ανάγνωση της κοινωνικής ευθύνης.
Αντί για τεκμηριωμένο διάλογο, ο δημόσιος λόγος συχνά κυριαρχείται από ιδεολογική
καχυποψία και πολιτική αδράνεια.
Προτάσεις πολιτικού σχεδιασμού
Οι παρακάτω προτάσεις διαρθρώνονται σε τέσσερις βασικούς άξονες: δημοσιονομικά
μέτρα, δομικές παρεμβάσεις, θεσμικές καινοτομίες και πολιτισμικές στρατηγικές.
1. Δημοσιονομικά – Φορολογικά μέτρα
Κλιμακωτό φορολογικό σύστημα ανάλογα με τον αριθμό τέκνων
➤ Μείωση του συντελεστή φορολόγησης κατά 2% ανά παιδί, με οροφή το 5ο παιδί
Αφορολόγητο όριο προσαυξημένο κατά 4.000 € ανά εξαρτώμενο τέκνο
Καθιέρωση φορολογικών μπόνους για εργαζόμενες μητέρες που επιστρέφουν στην
εργασία εντός 12 μηνών
2. Κοινωνικές και δομικές παρεμβάσεις
Εθνικό Δίκτυο Δωρεάν Παιδικής Φροντίδας: εγγυημένη θέση για όλα τα παιδιά από 6
μηνών έως 5 ετών
Καθολική εφαρμογή ολοήμερων δημοτικών σχολείων με προσφερόμενα γεύματα και
μελέτη έως τις 17:30
Εθνικά vouchers για εξωσχολικές δραστηριότητες και φροντιστήρια έως και το Λύκειο
Στεγαστικό επίδομα νέων οικογενειών: μηνιαία επιδότηση ενοικίου/δανείου για 5
χρόνια με βάση τα τέκνα
3. Θεσμικές καινοτομίες
Δημιουργία "Δημογραφικού Μητρώου Συνεισφοράς": ένας εθνικός μηχανισμός
καταγραφής γονικής προσφοράς με αντίκρισμα στη σύνταξη, στη μοριοδότηση για
διορισμούς, σε προτεραιότητες επιδομάτων
Επανασχεδιασμός του συνταξιοδοτικού: παροχή δημογραφικού bonus σύνταξης (+3%
ανά αναθρεμμένο παιδί μέχρι ενηλικίωσης)
Εθνικό Συμβούλιο Δημογραφικής Πολιτικής, υπερκομματικής σύνθεσης, με μόνιμο
επιτελικό ρόλο
4. Πολιτισμική και συμβολική στρατηγική
Καμπάνια “Η γονεϊκότητα είναι κοινωνική επένδυση”: δημόσια ευαισθητοποίηση για
τη σημασία της οικογένειας
Καθιέρωση Εθνικής Ημέρας Πολύτεκνης Οικογένειας
➤ Όχι ως τιμητικό σύμβολο, αλλά με εκδηλώσεις, παροχές και πολιτική ορατότητα
Ενσωμάτωση της τεκνογονίας στο δημόσιο λόγο ως καθήκον αλληλεγγύης, όχι ως
ατομική επιλογή
Συμβολή του δοκιμίου στην ακαδημαϊκή συζήτηση
Το παρόν δοκίμιο επιδιώκει να συμβάλει σε τρία αλληλοσυνδεόμενα πεδία:
1. Στην επιστημονική τεκμηρίωση της δημογραφικής κρίσης ως διαρθρωτικού
κινδύνου για την ελληνική κοινωνία
2. Στην ερμηνεία της τεκνογονίας ως δημόσιου αγαθού και όχι μόνο ατομικής
επιλογής
3. Στην κατάθεση συνεκτικών και εφαρμόσιμων προτάσεων που γεφυρώνουν τη
θεωρία με την πολιτική πράξη
Η διασύνδεση κόστους, ηθικής, θεσμικής ευθύνης και αναδιανομής συνθέτει ένα
πολυδιάστατο και σύνθετο πλαίσιο μεταρρύθμισης, το οποίο υπερβαίνει τα όρια του
παραδοσιακού κράτους πρόνοιας και εισχωρεί στον πυρήνα της ίδιας της δημογραφικής
ταυτότητας της χώρας. Το ζήτημα του κόστους δεν αφορά μόνο τη δημοσιονομική
βιωσιμότητα των παροχών και υπηρεσιών κοινωνικής πολιτικής, αλλά και την αναλογική
κατανομή των πόρων μεταξύ γενεών, γεωγραφικών περιοχών και κοινωνικών ομάδων,
δημιουργώντας έτσι νέα ερωτήματα για τη δικαιοσύνη και την κοινωνική συνοχή.
Ταυτόχρονα, η ηθική διάσταση αυτής της μεταρρύθμισης ενσωματώνει θεμελιώδεις αξίες,
όπως η αλληλεγγύη, η αξιοπρέπεια και η ισότητα ευκαιριών. Η κοινωνική πολιτική δεν
μπορεί πλέον να νοείται μόνο ως παθητική παροχή αλλά ως ενεργή επένδυση στον άνθρωπο,όπου το κράτος καλείται να εξισορροπήσει την οικονομική αποδοτικότητα με την ηθική υποχρέωση προστασίας των πιο ευάλωτων.
Η θεσμική ευθύνη, από την άλλη πλευρά,αναδεικνύει την ανάγκη για διαφανείς, λογοδοτούσες και συμμετοχικές δομές διοίκησης, οι οποίες ενδυναμώνουν τους πολίτες και κατοχυρώνουν τη βιώσιμη λειτουργία των κοινωνικών μηχανισμών. Η μεταρρύθμιση δεν αφορά μόνο τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά και τον τρόπο που αυτές υλοποιούνται μέσω του κρατικού μηχανισμού. Τέλος, η αναδιανομή, ως εργαλείο μείωσης των ανισοτήτων και αναμόρφωσης της κοινωνικής κινητικότητας, συνδέεται άμεσα με την αναπαραγωγή ή την υπέρβαση των δημογραφικών προτύπων, διαμορφώνοντας εν τέλει το προφίλ του πληθυσμού: ποιοι γεννιούνται, ποιοι παραμένουν, ποιοι φεύγουν και ποιοι εντάσσονται. Η αναδιανομή δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και κοινωνική και πολιτισμική, επηρεάζοντας την ταυτότητα και τη συνοχή της εθνικής κοινότητας.
Έτσι, η σύνθεση αυτών των τεσσάρων παραμέτρων δημιουργεί έναν νέο ορίζοντα
μεταρρυθμιστικής σκέψης, στον οποίο το κράτος πρόνοιας μετασχηματίζεται σε έναν
πυλώνα δημογραφικής στρατηγικής, κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής επιβίωσης..
Αναφορές
Eurostat. (2023). Population projections. Publications Office of the European Union.
https://ec.europa.eu/eurostat/web/population-demography/population-projections
Foucault, M. (2008). The birth of biopolitics: Lectures at the Collège de France, 1978–1979
(M. Senellart, Ed.; G. Burchell, Trans.). Palgrave Macmillan. (Original work published
1979) https://www.palgrave.com/gp/book/9781403989012
Gauthier, A. H. (2007). The impact of family policies on fertility in industrialized countries:
A review of the literature. Population Research and Policy Review, 26(3), 323–346.
https://doi.org/10.1007/s11113-007-9033
Habermas, J. (2001). The postnational constellation: Political essays (M. Pensky, Trans.).
MIT Press. https://mitpress.mit.edu/9780262582021/the-postnational-constellation/
International Labour Organization (ILO). (2022). Working time and work-life balance around
the world. International Labour Office.
https://www.ilo.org/global/publications/WCMS_864222/lang–en/index.htm
Organisation for Economic Co-operation and Development (OECD). (2011). The future of
families to 2030. OECD Publishing. https://www.oecd.org/futures/49093502.pdf
Organisation for Economic Co-operation and Development (OECD). (2023). Child and
family well-being. OECD Social Policy Division.
https://www.oecd.org/social/child-and-family-well-being.htm
Papadopoulos, T., & Roumpakis, A. (2013). Familistic welfare capitalism in crisis: Social
reproduction and anti-social policy in Greece. Journal of International and Comparative
Social Policy, 29(3), 204–224. https://doi.org/10.1080/21699763.2013.850769
ΕΛΣΤΑΤ. (2024, Μάρτιος 29). Έρευνα Εργατικού Δυναμικού: Δ’ Τρίμηνο 2023. Ελληνική
Στατιστική Αρχή. https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SJO02/
ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ. (2024, Ιανουάριος). Έκθεση Οικονομικού Κλίματος Μικρών Επιχειρήσεων –
Ιανουάριος 2024. Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων ΓΣΕΒΕΕ. https://imegsevee.gr/
ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. (2024, Απρίλιος). Ετήσια Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την
Απασχόληση 2024. Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ. https://www.inegsee.gr/
ΙΟΒΕ. (2024, Ιανουάριος). Η Ελληνική Οικονομία – Τριμηνιαία Έκθεση, Τεύχος 1/2024.
Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών. https://iobe.gr/reports.asp
https://voicenews.gr/to-oikonomiko-kostos-anatrofis-paidiou-kai-oi-dimografikes-prokliseis-tis-sygchronis-elladas/
0 Σχόλια