Στην Ελλάδα, και μόνο στην Ελλάδα, το 100% της ενέργειας περνά από το χρηματιστήριο ενέργειας
Το τελευταίο διάστημα το ενεργειακό κόστος έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Επιχειρήσεις και νοικοκυριά γονατίζουν υπό το βάρος των λογαριασμών ρεύματος και οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο αναζητούν τρόπους να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις του κύματος ακρίβειας.
Αυτό που προκαλεί έντονο προβληματισμό είναι ότι οι τιμές του ρεύματος στην Ελλάδα έχουν πάρει την ανιούσα για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από τη διεθνή ενεργειακή κρίση. Οι παράγοντες που τις ωθούν προς τα πάνω είναι πολλοί: τα κερδοσκοπικά επεισόδια στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, ο χαρακτήρας του target model, τα δομικά προβλήματα και οι στρεβλώσεις του εγχώριου ανταγωνισμού, αλλά και κάποια εγγενή προβλήματα από την ξαφνική πρωτοκαθεδρία του φυσικού αερίου.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, «το πιο αποτελεσματικό εργαλείο διεθνώς» δείχνει ότι θα δημιουργεί προβλήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα -χωρίς κανείς από τους αρμόδιους να προτίθεται ή να είναι ικανός να το σταματήσει.
Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας
Στην πραγματικότητα, η δημιουργία μιας απελευθερωμένης, ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού υπό την κυριαρχία του ιδιωτικού τομέα αποτελεί επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990. Η προθεσμία που έθετε η Ε.Ε. ήταν ότι η κοινή αυτή αγορά όφειλε να έχει ολοκληρωθεί ως το 2014.
Λόγω γεωγραφικής θέσης, αλλά κυρίως των επιπτώσεων της κρίσης, η Ελλάδα κατέφτασε αργοπορημένη στον χορό. Η αναμόρφωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που είναι πλέον γνωστή ως target model, πρωτοψηφίστηκε με τον νόμο 4425 του 2016.
Η ολοκλήρωση των βημάτων για τη λειτουργία της αγοράς υπήρξε ένα από τα 140 προαπαιτούμενα του τρίτου μνημονίου το 2017, ενώ με νόμο του 2018 δημιουργήθηκε το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας το οποίο σήμερα διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος του target model. Εν τέλει, αφού υπέστη πολλαπλές αναθεωρήσεις από τις ελληνικές αρχές τους μήνες πριν αρχίσει να λειτουργεί, το target model εγκαινιάστηκε επισήμως την 1η Νοεμβρίου του 2020.
Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, στο target model προβλέπονται τέσσερις αγορές χονδρικής, δηλαδή «χρηματιστήρια», στα οποία εκτελούνται συναλλαγές που αφορούν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας. Τις ποσότητες αυτές τις πωλούν οι παραγωγοί ενέργειας στο σύστημα, το οποίο εν συνεχεία τις πωλεί στους παρόχους. Οι πάροχοι με τη σειρά τους, πωλούν την ενέργεια που έχουν αγοράσει από το σύστημα στη λιανική αγορά, δηλαδή στους καταναλωτές.
Οι τέσσερις αγορές του target model είναι:Η προημερήσια αγορά (Day-Ahead Market – DAM): Η αγορά στην οποία δημοπρατούνται οι προσφορές των μονάδων για τον ενεργειακό προγραμματισμό της επόμενης ημέρας.
Η ενδοημερήσια αγορά (Intra-Day Market – IDM): Η αγορά στην οποία γίνονται συμπληρωματικές αγορές και πωλήσεις την ίδια μέρα.
Η προθεσμιακή αγορά: Εδώ συνάπτονται συμβόλαια παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε προσυμφωνημένες τιμές.
Η αγορά εξισορρόπησης: Εδώ οι παραγωγοί ενέργειας καταθέτουν προσφορές σε πραγματικό χρόνο, κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, για πακέτα ενέργειας που μπορούν να διαθέσουν άμεσα, ώστε να καλυφθούν ελλείμματα ή απώλειες του συστήματος, δηλαδή ενεργειακές ανάγκες τις οποίες το σύστημα δεν μπορεί να καλύψει από την ενέργεια που διατέθηκε στην προημερήσια και την ενδοημερήσια αγορά.
Τις τρεις πρώτες αγορές τις διαχειρίζεται το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας ενώ την αγορά εξισορρόπησης ο ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ειδικά και αποκλειστικά στη χώρα μας, πανευρωπαϊκά, το 100% της ημερήσιας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας περνά μέσα από τη spot αγορά (Χρηματιστήριο Ενέργειας) ενώ στη δεύτερη Ελβετία το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 39% και στην τρίτη χώρα, το Βέλγιο, στο 31%.
Το πρόβλημα με την αγορά εξισορρόπησης
Από τον πρώτο μήνα λειτουργίας του, το target model άρχισε να αυξάνει τις τιμές στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού. Οι αυξήσεις όχι μόνο δεν πέρασαν απαρατήρητες αλλά διάφορα δημοσιεύματα εκείνη την περίοδο άφηναν υπόνοιες ότι οι κάτοχοι μονάδων παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο εκμεταλλεύονταν την αγορά εξισορρόπησης για να αποσπάσουν υψηλότερα κέρδη.
Σε αντίθεση με την προημερήσια και την ενδοημερήσια αγορά, όπου οι παραγωγοί χρειάζεται να προσφέρουν ανταγωνιστικές τιμές προκειμένου να συμπεριληφθούν στον ημερήσιο προγραμματισμό, ο κανονισμός της αγοράς εξισορρόπησης επιτρέπει να ζητήσουν τιμές μέχρι 4.240 ευρώ ανά MWh (μεγαβατώρα), έναντι του μεταβλητού κόστους των 50-100 ευρώ που κοστίζει η παραγωγή της.
Αν λοιπόν ένας παραγωγός, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να προσφέρει ενέργεια εξισορρόπησης λόγω της μονάδας παραγωγής με φυσικό αέριο που διαθέτει, δώσει υψηλές τιμές στις δημοπρασίες για τον ημερήσιο προγραμματισμό, μπορεί βασίμως να περιμένει μεγάλα κέρδη όταν αναπόφευκτα θα κληθεί να αναπληρώσει την ενέργεια που λείπει από το σύστημα εκείνη την ημέρα στην αγορά εξισορρόπησης, σε μεγαλύτερες ή και πάρα πολύ μεγαλύτερες τιμές ανά MWh, απ’ αυτές που ζητούσε στην προημερήσια αγορά – μια ευκαιρία την οποία κάποιοι παραγωγοί φαίνεται ότι άδραξαν, καταθέτοντας προσφορές ως και 3.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η συνολική τιμή του ρεύματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην εβδομάδα μεταξύ 30 Νοεμβρίου και 6 Δεκεμβρίου 2020, το κόστος της ενέργειας εξισορρόπησης δεκαπλασιάστηκε σε σχέση με τις τιμές που επικρατούσαν πριν το target model. Οι ειδικοί του χώρου της ενέργειας εκτιμούν ότι όσο προχωράει η διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό μίγμα, τόσο μεγαλύτερο θα γίνεται ένα πάγιο και διεθνές πρόβλημα που μεγαλώνει την ανάγκη εξισορρόπησης: το πρόβλημα της λεγόμενης «καμπύλης της πάπιας» (duck curve) όπου το γεγονός ότι η παραγωγή ρεύματος από τα φωτοβολταϊκά μεγιστοποιείται τις μεσημεριανές ώρες που ελαχιστοποιείται η ζήτηση για ρεύμα και μηδενίζεται στη δύση του ηλίου, τη στιγμή που η ζήτηση κορυφώνεται, αυξάνει τις ανάγκες για ενέργεια εξισορρόπησης.
Το θέμα αυτό θεωρείται σε ένα βαθμό επιλύσιμο με τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, η ανάπτυξη των οποίων καθυστερεί στην Ελλάδα. Η καμπύλη της πάπιας ωστόσο δεν είναι το βασικότερο πρόβλημα με την αγορά εξισορρόπησης. Το μεγαλύτερο, πιο δυσεπίλυτο και εξόχως ελληνικό πρόβλημα έχει να κάνει με τη δυνατότητα του target model να επηρεάζει το σύνολο της αγοράς.
Ένας τρόπος να γίνει διαχειρίσιμη η αγορά εξισορρόπησης είναι να μη μένει μεγάλη αξία στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Ωστόσο, εν αντιθέσει με αυτό που γίνεται στην Ευρώπη, εδώ το Χρηματιστήριο είναι κυρίαρχο.
Το πρόβλημα της αγοράς
Η προημερήσια και ενδοημερήσια αγορά, όπου αγοράζεται το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που διοχετεύεται στο σύστημα, σημειώνουν κι αυτές σταθερά αυξητικές τάσεις απ’ όταν εισήχθη το target model. Η μέση μηνιαία Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) συνέχισε την ανοδική της πορεία, κυμαινόμενη πλέον στο υπερτετραπλάσιο και ενίοτε στο υπερπενταπλάσιο του κόστους που είχε πριν την έλευση του target model.
Το 2021 μπήκε με τον ημερήσιο ενεργειακό προγραμματισμό να έχει αντικατασταθεί από το ενεργειακό χρηματιστήριο του target model και την πάλαι ποτέ κυριαρχία του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα να έχει αντικατασταθεί από την πρωτοκαθεδρία του φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα ένα νέο σύνολο πρωταγωνιστών, που κατέχουν την ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο, να κυριαρχεί στην ενεργειακή αγορά. Αυτές οι αλλαγές οδηγούν μια τάση που διακρίνεται καθαρά στα στοιχεία της αγοράς ενέργειας: Ήδη πριν αρχίσει η ενεργειακή κρίση, το φυσικό αέριο πρωταγωνιστούσε στις ανοδικές τάσεις των τιμών.
Ωστόσο, η βασική καινοτομία που εισάγει το target model δεν αφορά το ενεργειακό μίγμα (αν και μακροπρόθεσμα φιλοδοξεί -τυπικά έστω- να το επηρεάσει), αλλά πρωτίστως τη σύζευξη των αγορών, το market coupling. Η διασυνδεδεμένη αγορά έχει στόχο να ενισχύει τις εισαγωγές και εξαγωγές ρεύματος, διευκολύνοντας την πρόσβαση παραγωγών εκτός της κάθε χώρας στην ημερήσια αγορά και τείνοντας -σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- στην εξομοίωση των τιμών μεταξύ των διασυνδεδεμένων χωρών.
Από την ενεργοποίηση του target model, η Ελλάδα έχει προβεί σε coupling των αγορών με την Ιταλία, τη Βουλγαρία και μέσω αυτής, με τη Ρουμανία. Τόσο οι εισαγωγές όσο και οι εξαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος έχουν αυξηθεί, σε βαθμό που παράγοντες της αγοράς να θεωρούν ότι η Ελλάδα γίνεται πλέον εξαγωγική χώρα στον χώρο της ενέργειας. Ωστόσο, ειδικοί του χώρου παρατηρούν ότι η αύξηση των εξαγωγών είναι άλλος ένας παράγοντας που επηρεάζει την τιμή, ανεβάζοντας την.
Το μείζον πρόβλημα της παρούσας κατάστασης είναι ότι το χρηματιστήριο ενέργειας, στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. αποτελεί ένα μικρό κομμάτι της ενέργειας που εγχύεται στο σύστημα. Στη Γερμανία και τη Γαλλία το 29% της ενέργειας είναι που πωλείται στη χρηματιστηριακή αγορά, στην Ιταλία το 11%, ενώ στην Πολωνία μόλις το 1%. Το υπόλοιπο διευθετείται μέσω μακροχρόνιων διμερών συμβολαίων προμήθειας, όπου οι εταιρείες που πουλάνε ρεύμα στους καταναλωτές, έχουν συμφωνήσει με ηλεκτροπαραγωγούς να αγοράζουν ποσότητες ρεύματος για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε σταθερές, προσυμφωνημένες τιμές.
Στην Ελλάδα, και μόνο στην Ελλάδα, το 100% της ενέργειας περνά από το χρηματιστήριο ενέργειας.
Το πρόβλημα των προμηθευτών λιανικής
Παρότι οι εκρήξεις της τιμής στη χονδρική μονοπωλούν τη δημόσια συζήτηση, τα προβλήματα δεν εξαντλούνται εκεί. Οι ιδιοκτήτες μονάδων φυσικού αερίου που παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια στη χονδρική, ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται και στη λιανική, πουλώντας ρεύμα στους καταναλωτές.
Αν αντί για πολλούς μικρούς παρόχους, υπήρχαν τρεις εταιρείες του μεγέθους και της ποικιλίας του χαρτοφυλακίου της ΔΕΗ, οι οποίες βρίσκονταν σε ανταγωνισμό «και δεν ήταν συνεννοημένες», το αποτέλεσμα θα ήταν προς όφελος του καταναλωτή. Ωστόσο, ασχέτως του μέλλοντος του ανταγωνισμού, τα προβλήματα δεν αφορούν μόνο τη δομή της λιανικής αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και τις πρακτικές που υιοθετούνται σ’ αυτή.
Η πρόεδρος του ΕΚΠΟΙΖΩ Παναγιώτα Καλαποθαράκου προέβη σε μια σειρά σημαντικών καταγγελιών για τις πρακτικές που ακολουθούν οι πάροχοι στη λιανική αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι παρατηρήσεις της ΕΚΠΟΙΖΩ εξειδικεύτηκαν και στα φαινόμενα που σημειώθηκαν μέσα στην «τέλεια καταιγίδα» της ενεργειακής κρίσης, επισημαίνοντας ότι το πρόσθετο κόστος που επωμίστηκαν οι καταναλωτές είναι δυσανάλογο των μεταβολών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας.
Όπως επισημαίνει η πρόεδρος του ΕΚΠΟΙΖΩ, «οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να αναλαμβάνουν και επιχειρηματικό ρίσκο, όχι μόνο την κερδοφορία. Αλλά το κύριο πρόβλημα είναι η διαφάνεια. Δεν είναι διαφανής ο τρόπος με τον οποίο έχουν μετακυλίσει αυτές τις χρεώσεις. Εμείς βλέπουμε ότι οι αυξήσεις δεν εδράζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και σε πραγματική βάση».
Οι τιμές του ρεύματος στην Ελλάδα έχουν πάρει την ανιούσα για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από τη διεθνή ενεργειακή κρίση και όπως όλα δείχνουν, οι παράγοντες που τις ωθούν προς τα πάνω είναι πολλοί: τα κερδοσκοπικά επεισόδια στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, ο χαρακτήρας του target model, τα δομικά προβλήματα και οι στρεβλώσεις του εγχώριου ανταγωνισμού, αλλά και κάποια εγγενή προβλήματα από την ξαφνική πρωτοκαθεδρία του φυσικού αερίου.
Στην ελληνική αγορά όλη η ενέργεια περνάει μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα διμερών συμβολαίων τα οποία προστατεύουν τους καταναλωτές από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς. Η προηγούμενη ανάλυση καταδεικνύει ότι αυτό ακριβώς αποτελεί και τη βασική αιτία για τους υψηλούς λογαριασμούς του ρεύματος σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Μια λύση θα ήταν να υιοθετηθεί αυτό που γίνεται στη Γερμανία, όπου το 80% της ενέργειας παρέχεται έξω από το Χρηματιστήριο Ενέργειας και μέσα από μακροχρόνια συμβόλαια με κάθε εταιρεία τα οποία προβλέπουν, για κάθε εταιρεία, τόσο πλαφόν τιμής όσο και ελάχιστη παραγωγή (διαφορετικά ανά εταιρεία).
Ο σχεδιασμός της αγοράς ενέργειας δεν είναι ελληνικός αλλά ευρωπαϊκός. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε πρόσφατα το θέμα της αρχιτεκτονικής της αγοράς και της διαμόρφωσης της ΟΤΣ, καθώς τα δεδομένα έχουν αλλάξει και η ΟΤΣ διαμορφώνεται από το ακριβό φυσικό αέριο. Μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να ληφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο όμως, δεν μπορεί η Ελλάδα να προχωρήσει μονομερώς σε αλλαγές του μοντέλου λειτουργίας της αγοράς.
Το ζήτημα της αλλαγής της αρχιτεκτονικής της αγοράς αναδείχτηκε μέσα στην κρίση και έχει διχάσει την Ευρώπη, με τις χώρες του Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) να τάσσονται υπέρ και του Βορρά, με κορμό τη Γερμανία, κατά. ΟΤΣ είναι η Οριακή Τιμή Συστήματος και αποτελεί μια βασική παράμετρο της διαμόρφωσης του τιμολογίου του ηλεκτρικού ρεύματος. Παρόλα αυτά αυτό που μπορεί να κάνει η Ελλάδα είναι να ακολουθήσει τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία, και να μην επιτρέπει όλη η ενέργεια να περνά μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Δεν φαίνεται όμως να υπάρχει η πολιτική βούληση* για κάτι τέτοιο.
Ιωάννης Λεβεντίδης, Ευάγγελος Μελάς, Κωνσταντίνος Πούλιος (Οικονομικό Τμήμα Πανεπιστημίου Αθηνών)
Πηγή: newsbreak.gr
*Η πολιτική βούληση δεν χρειάζεται να περιμένει, αλλά αμετ-ανόητα δείχνει τους ”βάρβαρους” Ρώσους για όλα τα κακά της νεοποχήτικης μοίρας μας όχι ως κάποια αλλά την καλύτερη λύση για να δικαιολογήσει τις εμμονές της υπεράσπισης της ολέθριας -για τον άνθρωπο- ατζέντας της ΝΤΠ .
https://katohika.gr/ellada/apokalyptiki-erevna-giati-i-timi-tou-revmatos-stin-ellada-einai-toso-ypsili/
0 Σχόλια