Η ΑΝΙΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Παίρνοντας για βάση το έντονο πολιτειακό αίσθημα των Αρχαίων Ελλήνων και τις ιεροπραξίες τους, καταλαβαίνουμε, γιατί ή προδοσία χαρακτηριζόταν σαν το πιο βαρύ έγκλημα. Κι αν εμβαθύνουμε στο γεγονός, ότι όλοι οι προδότες, μετά την ατιμωτική εκτέλεση τους, δεν επιτρεπόταν να ταφούν, θα καταλάβουμε πόσο μεγάλη, πόσο συντριπτική ήταν η ποινή πού τους επιβαλλόταν.
Με την προδοσία στην αρχαία Ελλάδα προσβαλλόταν, ανίερα κι ανεπανόρθωτα, η βαθύτατη ηθική αντίληψη για την πολιτειακή ευδαιμονία και σταθερότητα. Ακόμα κι αν δεν είχε έμπρακτα αποτελέσματα η προδοσία. Έφτανε η πρόθεση, η απλή διάθεση. Έτσι, ό προδότης δεν είχε θέση ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο. Δεν τον θεωρούσαν ούτε και τυπικά ούτε «κατ’ ανοχήν» άνθρωπο, παρά κάτι σαν απαίσια τερατικό για την ιερή παράδοση κι αφάνταστα επικίνδυνο για τις ομαλές σχέσεις της πολιτείας. Κι έπρεπε, φυσικά, όχι μόνο να χαθεί, άλλα κι η εφιαλτική μνήμη του να γίνεται πάντα αντικείμενο «μαύρης κατάρας». Έπρεπε, με το «κατακουρέλιασμα της «βρωμερής» υπόστασης του», να θεωρηθεί χτυπητό «παράδειγμα προς αποφυγήν».
Το ηρωικό ελληνικό έπος δέχεται για τον προδότη την ταφή, κι ο αθηναϊκός νόμος, κατά την ιστορική περίοδο, πρόβλεπε πέταμα των εκτελεσμένων προδοτών μακριά από την πολιτεία. Η καλλιεργημένη φαντασία των Αθηναίων διαμόρφωνε πολύ παραστατικούς τους μύθους για την περιφρόνηση πού έδειχναν οι πρόγονοι στους προδότες. Ο Δημοσθένης (18, 204) αναφέρει πώς οι Αθηναίοι κάποιον Κυρσίλο, πού δέχτηκε να υποκύψει στις επιταγές του Ξέρξη, τον σκότωσαν με λιθοβολισμό, κι οι γυναίκες έκαμαν το ίδιο στη σύζυγο του. Οι Αρκάδες, κατά τον Παυσανία (4, 22, 4), σκότωσαν, επίσης με πέτρες, τον Αριστοκράτη και τον έβγαλαν έξω από τα σύνορα αφήνοντας τον άταφο, επειδή πρόδωσε τα μυστικά τους στους Σπαρτιάτες. Έχουμε, ακόμα, και τη διήγηση του Λυκούργου (112, 115), όπου κι αυτοί, πού υπερασπίστηκαν τον προδότη και φίλο των Σπαρτιατών ολιγαρχικό Φρύνιχο, κηρύχτηκαν ένοχοι, θανατώθηκαν, και τα οστά τους, όπως και του Φρύνιχου, πετάχτηκαν έξω από την Αττική, ενώ εκείνοι, πού σκότωσαν τον προδότη, αθωώθηκαν, και κρίθηκε πώς άδικα φυλακίστηκαν.
Με αφορμή τη σκληρότατη τιμωρία του Φρύνιχου, έγινε ψήφισμα (Λυκούργος, 112, 115), όπου καταδικάζονταν, προκαταβολικά, οι υπερασπιστές των προδοτών, κι αν, ακόμα, οι προδότες εκτελέστηκαν, κι αν τα πτώματα τους πετάχτηκαν μακριά από την πολιτεία, κι αν, τέλος, πέρασε καιρός πολύς από την προδοσία τους. Έτσι, οι υπερασπιστές των προδοτών εξισώθηκαν με τους προδότες, αφού δεν δίστασαν να δικαιολογήσουν, βρίσκοντας ελαφρυντικά ή προσπαθώντας ν’ αμφισβητήσουν την πράξη τους (των προδοτών), ασεβώντας στα ιερά κι όσια της πολιτείας. Τους θεωρούσαν κι’ επικίνδυνους και βλαβερούς για το κοινό συμφέρον, αφού θέλησαν να μειώσουν την «καταστρεπτική σημασία της προδοσίας». Τέτοιες περιπτώσεις προδοτών έχουμε πάμπολλες, πού, αφού θάφτηκαν, ξεθάφτηκαν κατόπι και τα οστά τους πετάχτηκαν, γιατί ήταν ένοχοι στο «Κυλώνιον άγος» (Θουκυδίδης, 1, 126, 127).
ΚΑΙΑΔΑΣ
Στους Αθηναίους ίσχυε ο νόμος, πού συχνά τον ανέφεραν, για τους Προδότες, πού απαγόρευε ρητά, μετά την καταδίκη τους, να ταφούν στην Αττική. Το ίδιο, σύμφωνα μ’ αυτόν τον νόμο, ίσχυε για τους κλέφτες και τους ιερόσυλους., (Ξενοφ.», Ελληνικά» 1, 7, 22), Υπερείδης «’Υπέρ Λυκ.», 16 κλπ.). Ο νόμος εφαρμόστηκε και στην περίοδο του Θεμιστοκλή (Θουκυδ. 1, 138, 6) και κατά το ψήφισμα στην περίοδο του Αρχιπτόλεμου κι Αντιφώντα, πού μνημονεύονται κατά τον βίο των δέκα ρητόρων, μετά την κατάλυση των τετρακοσίων (Πλούταρχ. «Ηθικά», 834α). Οι γειτονικές πόλεις φρόντιζαν
0 Σχόλια