Τα πρώτα κόκκινα δάνεια πουλήθηκαν με έκπτωση της τάξης του 92% στους κερδοσκόπους, δηλαδή τα 100 € έναντι μόλις 8 € – μειώνοντας τα πραγματικά κεφάλαια των τραπεζών σχεδόν κατά 7 δις €, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί κατακόρυφα ο κίνδυνος χρεοκοπίας τους.
Αναδημοσίευση από:
analyst.gr
από Βασίλης Βιλιάρδος
.
Ανάλυση
Στο γενικότερο θέμα των τραπεζών, οφείλουμε να γνωρίζουμε εν πρώτοις πως έχουμε ένα διπλό νομισματικό σύστημα
. Ειδικότερα, ενώ τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις διατηρούν λογαριασμούς στις εμπορικές τράπεζες, οι εμπορικές τράπεζες έχουν τους δικούς τους στην κεντρική. Αυτές οι καταθέσεις τους ονομάζονται «κεντρικά χρήματα» ή αποθεματικά – ενώ των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών «τραπεζικά χρήματα» (Bank deposits, ηλεκτρονικά ή λογιστικά χρήματα, πηγή: makrokop).
Τα τραπεζικά χρήματα τώρα αποτελούν στην ουσία μία υπόσχεση για μετρητά – ενώ λόγω ακριβώς αυτής της υπόσχεσης τα αποδεχόμαστε ως μέσο πληρωμής για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Με απλά λόγια, ένα ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό μας θα πρέπει να μπορεί να ανταλλαχθεί με ένα ευρώ σε μετρητά, τουλάχιστον από θεωρητικής πλευράς – με την έννοια πως οι τράπεζες δεν έχουν στα ταμεία τους το σύνολο των καταθέσεων των πελατών τους, οι οποίες στην πραγματικότητα θεωρούνται ως δάνειο προς αυτές (οπότε, εάν χρεοκοπήσουν, τα χρήματα χάνονται όπως συμβαίνει με κάθε άλλη εταιρεία).
Περαιτέρω, μετρητά χρήματα μπορούν να προμηθευτούν οι εμπορικές τράπεζες μόνο έναντι των «κεντρικών χρημάτων» που διαθέτουν από την εκάστοτε κεντρική – ή από άλλες τράπεζες έναντι εγγυήσεων. Επίσης όμως όταν το κράτος εκδίδει χρήματα,
εφόσον έχει φυσικά τη νομισματική του κυριαρχία – οπότε δεν είναι όλες οι καταθέσεις των εμπορικών στις κεντρικές τράπεζες υποχρεωτικό να επιστρέφονται ή/και μόνο έναντι εγγυήσεων.
Από την άλλη πλευρά, τα δάνεια των τραπεζών προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις καταχωρούνται με δύο εγγραφές: εγγράφεται δηλαδή ταυτόχρονα μία απαίτηση της τράπεζας απέναντι στο δανειολήπτη, καθώς επίσης μία απαίτηση του δανειολήπτη έναντι της τράπεζας στο λογαριασμό του – επειδή η τράπεζα υποχρεούται να του εκταμιεύσει τα χρήματα του δανείου σε μετρητά εάν το θελήσει. Στην πράξη όμως τα μετρητά δεν διαδραματίζουν κάποιο σπουδαίο ρόλο, αφού οι περισσότερες πληρωμές εκτελούνται με εμβάσματα – ενώ οι τράπεζες θέλουν να τα αποφύγουν εντελώς,
απαγορεύοντας σταδιακά τη χρήση τους για να μην κινδυνεύουν από τραπεζικές επιθέσεις (Bank run), καθώς επίσης επειδή τους κοστίζουν (κεντρικά χρήματα ή εγγυήσεις).
Ως εκ τούτου είναι δυνατόν να εκχωρούν οι τράπεζες δάνεια ή να εκτελούν συναλλαγές χωρίς να χρειάζονται σχεδόν καθόλου κεντρικά χρήματα – εάν υποθέσουμε όμως πως υπάρχει μία μόνο εμπορική τράπεζα (αυτός είναι συχνά ο λόγος που προτείνεται η συγχώνευση τους σε χρεοκοπημένα κράτη, με αντίστοιχα πτωχευμένο τραπεζικό τομέα) ή εάν τα εμβάσματα/αναλήψεις των πελατών τους ισοσκελίζονται πάντοτε στις εκάστοτε προθεσμίες που απαιτούνται.
Στην πραγματικότητα βέβαια οι εισροές και οι εκροές χρημάτων στους λογαριασμούς των πελατών των τραπεζών δεν είναι ισοσκελισμένες – οπότε εκείνες οι τράπεζες που οι εκροές τους υπερβαίνουν τις εισροές, είναι υποχρεωμένες κάτω από προϋποθέσεις να εμβάζουν στις άλλες τράπεζες «κεντρικά χρήματα»(πραγματικά χρήματα, εγγυητής των οποίων είναι η κεντρική τράπεζα, όπως για τα μετρητά).
Αυτά τα «κεντρικά χρήματα» μπορούν να τα προμηθεύονται ή να τα δανείζουν εάν τους περισσεύουν, από/ή στη διατραπεζική αγορά – όπου υπάρχει ζήτηση και προσφορά τέτοιων χρημάτων. Είναι σε θέση επίσης να αγοράζουν με αυτά χρηματοπιστωτικά προϊόντα από άλλες τράπεζες ή να τα «παρκάρουν» στην κεντρική, εισπράττοντας τόκους όταν το βασικό επιτόκιο είναι θετικό (ο λόγος της ύπαρξης αρνητικών επιτοκίων στις κεντρικές είναι για να μη συμφέρει τις εμπορικές τράπεζες να διατηρούν εκεί τα χρήματα τους, αλλά να τα δανείζουν). Αυτό που δεν μπορούν όμως να κάνουν είναι να δανείζουν με κεντρικά χρήματα τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά – αφού κανένας από τους δύο δεν επιτρέπεται και δεν έχει λογαριασμό στην κεντρική τράπεζα.
Συνεχίζοντας, υπάρχουν ασφαλώς τράπεζες που λαμβάνουν από κάποιες άλλες κεντρικά χρήματα, όπου όμως δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε ως αναχρηματοδότηση για την παροχή δανείων – επειδή μία τράπεζα είναι σε θέση να εκχωρεί δάνεια διαθέτοντας μόλις 1% στην κεντρική ως εγγύηση, όσον αφορά την Ευρωζώνη (για κάθε 100 € μόλις 1 €, οπότε παράγει από το πουθενά 99 €
με το πάτημα ενός κουμπιού –
ανάλυση). Ως εκ τούτου, μία εμπορική τράπεζα δεν αναχρηματοδοτεί ουσιαστικά τα δάνεια που παρέχει – ούτε από τη διατραπεζική αγορά, ούτε από τις καταθέσεις των πελατών της.
Όσον αφορά τώρα το κόστος των τραπεζών, σε ένα σύγχρονο νομισματικό σύστημα εγγράφουν τις καταθέσεις ή τα δάνεια προς τους πελάτες τους με το απλό πάτημα ενός κουμπιού στον υπολογιστή– κάτι που φυσικά δεν κοστίζει. Το κόστος τους προέρχεται κυρίως από τον έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών τους – καθώς επίσης από τη διαχείριση των πιστώσεων.
Σε κάθε περίπτωση, ο όγκος των δανείων δεν περιορίζεται από τις δυνατότητες αναχρηματοδότησης των τραπεζών, από τη διαθεσιμότητα κεντρικών χρημάτων στη διατραπεζική αγορά ή από τις καταθέσεις – αλλά από τον αριθμό πελατών που ζητούν δάνεια, διαθέτοντας επαρκή πιστοληπτική ικανότητα ή τις απαραίτητες εγγυήσεις. Ως εκ τούτου στην Ελλάδα, όπου ελάχιστοι διαθέτουν πλέον πιστοληπτική ικανότητα, προβλέπεται η χρεοκοπία των περισσότερων, ενώ οι εγγυήσεις όπως τα ακίνητα έχουν σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί, μειώνεται συνεχώς ο τραπεζικός δανεισμός (γράφημα) αλλά όχι επειδή οι τράπεζες δεν μπορούν – ενώ χωρίς δανεισμό είναι αδύνατες οι επενδύσεις και η ανάπτυξη.
Περαιτέρω, οι τράπεζες χρειάζονται μεν κεντρικά χρήματα, αλλά οι ανάγκες τους δεν εξαρτώνται πρωταρχικά από το ύψος των δανείων που εγκρίνουν – αλλά από το σύνολο των εισροών και εκροών στους λογαριασμούς των πελατών τους. Επειδή τώρα αυτές οι ταμειακές ροές (cash flows) ευρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής τους, μία τράπεζα μπορεί να περιέλθει σε στενότητα ρευστότητας – δηλαδή να μην διαθέτει αρκετά χρήματα στο λογαριασμό που διατηρεί στην κεντρική, για να είναι σε θέση να εκτελέσει πληρωμές.
Στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε σε ένα πρόβλημα χρηματοδότησης της τράπεζας, επειδή τότε πρέπει πράγματι να προμηθευτεί «κεντρικά χρήματα – είτε από τη διατραπεζική αγορά, είτε από την κεντρική της τράπεζα. Εάν όμως δεν διαθέτει την απαιτούμενη πιστοληπτική ικανότητα ή δεν είναι σε θέση να παρέχει εγγυήσεις στην κεντρική ή σε μία άλλη τράπεζα, τότε μπορεί να χρεοκοπήσει – κάτι που δεν έχει επίσης σχέση με τη δυνατότητα της να παρέχει δάνεια, η οποία είναι εφικτή σχεδόν πάντοτε (
ανάλυση).
Οι ελληνικές τράπεζες
Συνεχίζοντας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει τα συνολικά ίδια κεφάλαια των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών ήταν 29 δις € –
έως ότου πούλησαν κόκκινα δάνεια αξίας 17 δις €, με κόστος 7 δις € (
άρθρο, κάτι που δεν σημαίνει πως μειώθηκαν τα κόκκινα δάνεια των Ελλήνων από τα 109 δις € στα 92 δις € περίπου, αλλά μόνο των τραπεζών αφού οι Έλληνες χρωστούν αυτά τα 17 δις € στους κερδοσκόπους που τα αγόρασαν).
Επομένως τα κεφάλαια τους μειώθηκαν στα 22 δις €, εκ των οποίων τα 17 δις € είναι αναβαλλόμενοι φόροι – οπότε τα πραγματικά κεφάλαια τους είναι μόλις 5 δις €, ενώ οι τράπεζες δεν θα πληρώνουν φόρους 17 δις € στο μέλλον από τα κέρδη τους. Κατ’ επακόλουθο θα τους πληρώσουμε όλοι εμείς οι ανόητοι που τις διασώσαμε
αφελληνίζοντας τες ταυτόχρονα με περίπου 40 δις € – για να μας κοστίσουν τουλάχιστον ακόμη 17 δις €, για να παίρνουν τα σπίτια μας και για να χρηματοδοτούν τους ξένους που εξαγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές τις επιχειρήσεις μας (όπως τη
FRAPORT με 1 δις €).
Επειδή τώρα οι τράπεζες έχουν σχηματίσει προβλέψεις απώλειας για το 52% των δανείων τους, αφαιρώντας τες από τα κέρδη τους και τα κεφάλαια τους, σημαίνει πως όταν πουλούν τα δάνεια τους με έκπτωση 52%, δηλαδή τα 100 € έναντι 48 €, δεν μειώνονται τα κεφάλαια τους. Ως εκ τούτου για να μειωθούν κατά 7 δις € πούλησαν τα πρώτα κόκκινα δάνεια με έκπτωση περίπου 92% – ήτοι τα 100 € για 8 € μόλις! Γιατί δεν τα προσέφεραν στους δανειολήπτες με την ίδια τιμή είναι ένα σημαντικό ερώτημα – όπου οι τράπεζες απαντούν πως το έκαναν για να εισπράξουν όλο το ποσόν μαζί.
Σε κάθε περίπτωση, τα πραγματικά τους κεφάλαια πρόσφατα ήταν περί τα 5 δις € – απέναντι σε ένα σύνολο ενεργητικού ύψους 237,8 δις € (γράφημα, 30.06.2018). Επομένως ήταν στο 2,10% του ενεργητικού τους στην πραγματικότητα, ενώ μαζί με τους αναβαλλόμενους φόρους στο 9,25% – πληρώντας μόνο τεχνητά τους όρους της συμφωνίας της Βασιλείας. Τα δάνεια τους (καθαρές χορηγήσεις) ήταν147,2 δις €, άρα τα πραγματικά κεφάλαια τους μόλις στο 3,4% των δανείων τους – ενώ οι καταθέσεις τους 156,77 δις € ή στο 106% των δανείων τους και στο 65,8% του
συνολικού ενεργητικού τους.
Εάν τώρα πράγματι υποχρεωθούν να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια τους κατά 27 δις € με το ίδιο κόστος, τότε τα πραγματικά κεφάλαια τους θα γίνουν αρνητικά – οπότε στην ουσία θα χρεοκοπούσαν. Η μοναδική ορθολογική λύση εν προκειμένω είναι η δημιουργία μίας «κακής τράπεζας» ή ενός άλλου οργανισμού εκ μέρους του δημοσίου, ο οποίος θα αγόραζε τα κόκκινα δάνεια στο 48% της αξίας τους – έτσι ώστε να μην μειωθούν τα πραγματικά κεφάλαια τους.
Κάτι τέτοιο όμως δεν επιτρέπεται από την Κομισιόν μετά την ψήφιση του ειδικού νόμου περί μη διάσωσης των τραπεζών από τα κράτη, αλλά από τους ομολογιούχους, τους μετόχους και τους καταθέτες τους– οπότε εύλογα οι μετοχές των τραπεζών υποχωρούν, με αποτέλεσμα η χρηματιστηριακή αξία τους να έχει μειωθεί από τα 33,2 δις € στις 30.06.2104 πολύ κάτω από τα 5 δις €, παρά το ότι το ενεργητικό τους είναι 237,8 δις €. Πόσο μάλλον όταν τα ενσώματα ίδια κεφάλαια τους (=δεν περιλαμβάνουν κανένα άυλο περιουσιακό στοιχείο) υπολογίζονταν στις 30.06.18 μόλις στα 2,67 δις €, ενώ είχαν ζημίες εξαμήνου 283 εκ. €.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας οι τράπεζες μπορούν να δανείζουν, ακόμη και όταν είναι χρεοκοπημένες – ενώ οι καταθέσεις τους δεν έχουν καμία σχέση με το δανεισμό, αλλά με τη δική τους «υγεία». Αντίθετα, όταν δεν δανείζουν μειώνονται τα έσοδα και τα κέρδη τους – οπότε πολύ σωστά αναφέρεται πως το μέλλον των τραπεζών εξαρτάται από τις επενδύσεις και από την ανάπτυξη.
Όταν όμως αυξάνονται στη χώρα μας οι φόροι και μειώνονται τα εισοδήματα, σύμφωνα με την πολιτική
των μνημονίων, δεν πρόκειται να επενδύσουν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι ξένοι – με εξαίρεση τον τουρισμό και τις εξαγωγές εκείνων των προϊόντων που είναι ανταγωνιστικά διεθνώς, καθώς επίσης τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις (όπως η εξαγορά των κρατικών επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, των σπιτιών των Ελλήνων σε τιμές εκποίησης κοκ.).
Όταν δε την ίδια στιγμή το δημόσιο είναι υπερχρεωμένο, αδυνατώντας να επενδύσει για να δημιουργήσει ζήτηση, ο καθοδικός σπειροειδής
κύκλος του διαβόλου (γράφημα) δεν σταματάει – γεγονός που σημαίνει ότι, η ελληνική τραγωδία θα συνεχίζεται στο διηνεκές, εκτός εάν σταματήσει να εφαρμόζεται η συγκεκριμένη πολιτική και αποφασισθεί η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους.
http://www.freepen.gr/2018/11/blog-post_263.html?fbclid=IwAR2oAALUoUp2ednmn-o6nHKDhNN6gtJ4ksf63XuuoCs82jD8AYjiZbvhv_c
0 Σχόλια