Όταν οι Έλληνες πρωθυπουργοί έδιναν την περιουσία τους για την πατρίδα…(ΦΩΤΟ)





Ανατρέχοντας την πολιτική ιστορία της χώρας, συναντώνται άνθρωποι που υπήρξαν πλουσιότεροι πριν καταλάβουν τον πρωθυπουργικό θώκο. Όταν δεν αποχώρησαν από την ενεργό πολιτική αποδείχτηκε πως όχι μόνο δεν έβαλαν το «δάχτυλο στο μέλι» , αλλά «πέθαναν στην ψάθα» όπως είθισται να λέει ο θυμόσοφος λαός.



Ιωάννης Καποδίστριας

Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου του 1776. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με πολιτική παράδοση γι’ αυτό και αναμείχθηκε με την πολιτική ήδη από το 1803, οπότε και διορίστηκε γραμματέας της επικράτειας της Ιονίου Πολιτείας
Ζούσε λιτή ζωή μοιράζοντας αρκετή από την περιουσία του στις ανάγκες του κράτους και των συμπολιτών του. Άλλωστε ήδη από όταν ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και μεσουρανούσε στην ευρωπαϊκή και διεθνή διπλωματία, έστελνε συνεχώς στην αγωνιζόμενη Ελλάδα πολεμοφόδια και τρόφιμα και σπούδαζε με δικές του δαπάνες πολλούς Ελληνόπαιδες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Ακόμα και πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, κατοικούσε «δύο πτωχικά δωμάτια, είχε μόνο μια άμαξα και έναν υπηρέτη». Κι όταν όλοι των ρωτούσαν πως μπορούσε, απαντούσε: «Όταν αφού εκτύπησα πρώτον τας θύρας των μεγάρων των πλουσίων ηναγκάσθην να κτυπήσω και τας θύρας των πτωχών, ζητώντας τον οβολόν τους προκειμένου να στείλω τρόφιμα και πολεμοφόδια εις τον αγωνιζόμενον ελληνικόν λαόν, έπρεπε να ημπορώ να τους λέγω: Έδωσα πρώτος εγώ τα πάντα. Κανόνισα να μη εξοδεύσω δια τον εαυτόν μου και δια τον υπηρέτης μου περισσότερα από 60 φράγκα τον μήνα. Όλον τον άλλον μισθόν μου τον στέλνω στην Ελλάδα»





Ανδρέας Λόντος

Αντίστοιχη στάση κράτησε και ένας εκ των πρωταγωνιστών της επανάστασης του 1821, ο Ανδρέας Λόντος. Ο πρώην μεγαλοκτηματίας, γιος ισχυρού κοτζαμπάση της Βοστίτσας, προσέφερε στον εθνικό αγώνα εκτός από την συμμετοχή του- πρωτοστάτησε στην έναρξη της επανάστασης- αλλά και μεγάλο τμήμα της περιούσιας του . Μετέπειτα στρατιωτικός μπήκε στην πολιτική εύπορος και δοξασμένος , χρημάτισε υπουργός στρατιωτικών & εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση.

Κατ’ αλλους ο Λόντος μοίρασε τα χρήματά του και τη σύνταξη που έπαιρνε σε πρώην συναγωνιστές του, καταλήγοντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του πάμπτωχος έχοντας ξεπουλήσει όλα τα υπάρχοντά του.

«Θα υπάγω εις την φυλακών. Δεν φαντάζεσαι πως έζησα αυτούς τους δύο μήνες με 150 δραχμάς που μου έστειλες . Σε λέγω λοιπόν ότι τώρα την τιμήν του χωραφιού την χρεωστώ εις τον μπακάλη και τον ψωμά. Δώσε τα λοιπόν αδελφέ μου τα χωράφια εις τα 30 τάλιρα επειδή θα με υπάγουν εις τον ειρηνοδίκης και θα μείνω χωρίς ψωμί εις καιρόν όπου έχω ως εκ των διαταραχών δέκα ανθρώπους» έγραφε σε ένα γράμμα τους τον αδερφό του. Μη αντέχοντας την επερχόμενη ταπείνωση ο Ανδρέας Λόντος τον Σεπτέμβρη του 1846 αυτοκτονεί βάζοντας το πιστόλι στο στόμα του.



Ζηνόβιος Βάλβης

Ως αρχή την λιτότητα είχε υιοθετήσει και ο νομομαθής πολιτικός από το Μεσολόγγι, Ζηνόβιος Βάλβης, ο οποίος διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ο Βάλβης συνήθιζε να ντύνεται με βαριά κάπα τσοπάνου αντί των επίσημων κουστουμιών ενώ λέγεται ότι περιφρονούσε τα ρουσφέτια σε μεγάλο βαθμό. Έφυγε από την ζωή πάμπτωχος το 1872, κηδεύτηκε δε δημοσία δαπάνη.


Χαρίλαος Τρικούπης

Φτωχότερος απ’ όταν μπήκε στην πολιτική έφυγε και ο φιλόδοξος μεταρρυθμιστής ,επτάκις πρωθυπουργός και ένας εκ των κορυφαίων προσωπικοτήτων της Νεότερης Ιστορίας της χώρας, Χαρίλαος Τρικούπης. Πολέμιος του ρουσφετιού, ο Τρικούπης προσπάθησε να το περιορίσει με νομοθετικά μέτρα…. Στην πρώτη μακροχρόνια θητεία του 1882-1995, ο Χαρίλαος Τρικούπης θέσπισε περιορισμούς στις μεταθέσεις και στις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων… ώστε να απελευθερώσει τόσο αυτούς όσο και τη δημόσια διοίκηση από τις κάθε λογής κομματικές επεμβάσεις.

Στις δυο μακροχρόνιες θητείες του, 1882 μέχρι το 1885 και από το 1886 μέχρι το 1890, προσπάθησε να ανορθώσει την οικονομία και να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο με την προσέλκυση κεφαλαίων, την προστασία της ελληνικής βιομηχανίας και κυρίως με την κατασκευή μεγάλων δημοσίων έργων ενώ κατά την διάρκεια της πολιτικής του καριέρας φαίνεται πως πούλησε και μεγάλο μέρος της περιουσίας του.



Γεώργιος Καφαντάρης

Τον ίδιο ηθικό πολιτικό κώδικα είχε και ο Γεώργιος Καφαντάρης που πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή του τόπου περνώντας από πολλά αξιώματα με κορυφαίο αυτό του πρωθυπουργού, το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.

Στις τρεις κυβερνήσεις υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη (1926, Αυγούστου 1927 και 8 Φεβρουαρίου 1928), ο Καφαντάρης, ως υπουργός των Οικονομικών, περιόρισε τις άσκοπες κρατικές δαπάνες, κατάργησε τις αργομισθίες που υπολογίζονταν σε 26.000 δρχ. κατορθώνοντας έτσι να να μειώσει τον πληθωρισμό και ο προϋπολογισμός 1927-1928 να κλείσει με περίσσευμα 800 εκατ. δραχμών.

Παρά τις κορυφαίες θεσμικές του θέσεις, ο Καφαντάρης παρέμεινε συνειδητά ολιγαρκής αποποιούμενος κάθε παράπλευρο όφελος που θα πήγαζε από τον πολιτικό του ρόλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατηγορηματική άρνηση του να του παραχωρηθεί δωρεάν οικεία την περίοδο της οικονομικής δυσπραγίας κατά την οποία αντιμετώπιζε και σοβαρά προβλήματα υγείας.


Νικόλαος Πλαστήρας

Ηχηρό και τελευταίο παράδειγμα απόλυτης ταύτισης πολιτικού λόγου και προσωπικής ηθικής ακεραιότητας αποτέλεσε ο Νικόλαος Πλαστήρας, ένας ακόμα πολιτικός που έμεινε στην ιστορία ως φτωχός πρωθυπουργός. Ο μαύρος καβαλάρης των βαλκανικών πολέμων και της μικρασιατικής εκστρατείας, διατήρησε το λιτό και δωρικό τρόπο ζωής του ακόμα έφτασε στο ανώτερο αξίωμα του αρχηγού του κράτους.

Έχοντας ο ίδιος απαγορεύσει σε συγγενικά πρόσωπά να χρησιμοποιούν το όνομά του για ιδίον όφελος, υποχρέωσε τον αδερφό του να παραιτηθεί από την εταιρεία ΦΙΞ όταν παρακούοντας την εντολή του πήρε τη θέση κοινοποιώντας την συγγένειά του, όπως αναφέρει ο πιστός του φίλος Ανδρέας Ιωσήφ .

Την περίοδο που έπασχε από φυματίωση, μένοντας σε ένα μικρό σπίτι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, του προτάθηκε να του βάλουν τηλέφωνο κοντά στο κρεβάτι σε περίπτωση που προκύψει ανάγκη. «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;» ήταν η απάντησή του.

Το φαγητό του τις περισσότερες φορές αποτελούνταν από ψωμί, ελιές και λίγη φέτα αφού όπως έλεγε «δεν σκάβω για να καλοτρώγω;».

Όταν πέθανε ο Πλαστήρας, δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!».





http://www.makeleio.gr/?p=261345

Δημοσίευση σχολίου

1 Σχόλια

  1. Αλήθεια, πατριωτισμός, φιλότιμο, ανθρωπιά, εξαφανίστηκαν την σήμερο ημέρα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή