15 Ιανουαρίου 1950 - 95,7% των Ελλήνων της Κύπρου αξίωναν την ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα.








Η Εθναρχούσα Εκκλησία της Κύπρου, η οποία σ' όλα τα χρόνια της αγγλικής κατοχής πρωτοστατούσε στην προώθηση του ενωτικού ζητήματος του νησιού, αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος μεταξύ όλων των Ελληνοκυπρίων, για ν' αποδείξει και με αριθμούς ποια ήταν η πραγματική θέληση του λαού.


Εθναρχική εγκύκλιος με ημερ. 8 Δεκεμβρίου 1949 καλούσε τον Κυπριακό λαό να προσέλθει στους ναούς και να ψηφίσει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος πραγματοποιήθηκε από τις 15 μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 1950.
Προηγουμένως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' είχε καλέσει τον Κυβερνήτη της Κύπρου Σερ Άντριου Ράιτ ν' αναλάβει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, αλλά πήρε αρνητική απάντηση.
Ένα απόσπασμα της επιστολής του Κυβερνήτη έλεγε:«Η στάσις της Κυβερνήσεως της Αυτού Μεγαλειότητος, και συνεπώς και της Κυπριακής Κυβερνήσεως, επί του θέματος τούτου, όπως επανειλημμένως διετυπώθη, είναι ότι τo ζήτημα είναι κλειστόν».
Το δημοψήφισμα, παρά τους φόβους της Κυβέρνησης, έγινε ειρηνικά μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού και κατέδειξε ότι 95,7% των Ελλήνων της Κύπρου αξίωναν την ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα.
Δεν προσήλθαν να ψηφίσουν 4,3%.
Σ' αυτούς περιλαμβάνονταν κυβερνητικοί υπάλληλοι, άρρωστοι και πολύ ηλικιωμένοι.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1950 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' στον Κυβερνήτη της Κύπρου, ο οποίος απάντησε στις 22 Φεβρουαρίου και επαναλάμβανε τη θέση της Βρετανικής Κυβέρνησης, ότι δηλαδή το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα είναι κλειστό.


Για την αξιοποίηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος Κυπριακή Πρεσβεία, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, μετέβη στην Αθήνα και παρέδωσε μια σειρά τόμων με τις υπογραφές των Ελλήνων της Κύπρου στον Πρόεδρο της Ελληνικής Βουλής.
Έπειτα η Πρεσβεία πήγε στο Λονδίνο,
για να παραδώσει μια δεύτερη σειρά τόμων στον Υπουργό Αποικιών, ο οποίος αρνήθηκε να συναντηθεί μ' αυτή.
Η Πρεσβεία απέστειλε σ' αυτόν υπόμνημα αναφερόμενο στο εθνικό θέμα του Ελληνικού Κυπριακού λαού και εξέφραζε την επιθυμία, όπως «η Αγγλική Κυβέρνησις εξεύρη τελικώς τον τρόπον να επιληφθή του Κυπριακού ζητήματος από ευρυτέρας απόψεως, ήτις, ικανοποιούσα αφ' ενός την εθνικήν θέλησιν του ιστορικού Κυπριακού λαού, θα εξασφάλιση αφ' ετέρου τα υπέρτερα συμφέροντα της Αγγλίας, άτινα είναι και συμφέροντα της Ελλάδος».


Οι τόμοι του δημοψηφίσματος παραδόθηκαν από την Κυπριακή Πρεσβεία στον ορθόδοξο ναό της Αγίας Σοφίας του Λονδίνου.
Από το Λονδίνο η Πρεσβεία μετέβη στη Νέα Υόρκη και στις 26 Σεπτεμβρίου 1950 παρέδωσε τρίτη σειρά τόμων του δημοψηφίσματος στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών μαζί με αίτηση, με την οποία ζητούσε από τα αρμόδια όργανα του διεθνούς αυτού οργανισμού να ενεργήσουν για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην περίπτωση του λαού της Κύπρου.
(Στην φωτογραφία μέρος του αυθεντικού βιβλίου υπογραφών όπως αυτό διασώζεται σήμερα στο Μουσείο Αγώνος).

Η Εθναρχούσα Εκκλησία της Κύπρου, η οποία σ' όλα τα χρόνια της αγγλικής κατοχής πρωτοστατούσε στην προώθηση του ενωτικού ζητήματος του νησιού, αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος μεταξύ όλων των Ελληνοκυπρίων, για ν' αποδείξει και με αριθμούς ποια ήταν η πραγματική θέληση του λαού.
Εθναρχική εγκύκλιος με ημερ. 8 Δεκεμβρίου 1949 καλούσε τον Κυπριακό λαό να προσέλθει στους ναούς και να ψηφίσει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος πραγματοποιήθηκε από τις 15 μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 1950.
Προηγουμένως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' είχε καλέσει τον Κυβερνήτη της Κύπρου Σερ Άντριου Ράιτ ν' αναλάβει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, αλλά πήρε αρνητική απάντηση.
Ένα απόσπασμα της επιστολής του Κυβερνήτη έλεγε:
«Η στάσις της Κυβερνήσεως της Αυτού Μεγαλειότητος, και συνεπώς και της Κυπριακής Κυβερνήσεως, επί του θέματος τούτου, όπως επανειλημμένως διετυπώθη, είναι ότι to ζήτημα είναι κλειστόν».
Το δημοψήφισμα, παρά τους φόβους της Κυβέρνησης, έγινε ειρηνικά μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού και κατέδειξε ότι 95,7% των Ελλήνων της Κύπρου αξίωναν την ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα.

Δεν προσήλθαν να ψηφίσουν 4,3%. Σ' αυτούς περιλαμβάνονταν κυβερνητικοί υπάλληλοι, άρρωστοι και πολύ ηλικιωμένοι.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1950 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' στον Κυβερνήτη της Κύπρου, ο οποίος απάντησε στις 22 Φεβρουαρίου και επαναλάμβανε τη θέση της Βρετανικής Κυβέρνησης, ότι δηλαδή το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα είναι κλειστό.





Για την αξιοποίηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος Κυπριακή Πρεσβεία, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, μετέβη στην Αθήνα και παρέδωσε μια σειρά τόμων με τις υπογραφές των Ελλήνων της Κύπρου στον Πρόεδρο της Ελληνικής Βουλής.
Έπειτα η Πρεσβεία πήγε στο Λονδίνο, για να παραδώσει μια δεύτερη σειρά τόμων στον Υπουργό Αποικιών, ο οποίος αρνήθηκε να συναντηθεί μ' αυτή.



Η Πρεσβεία απέστειλε σ' αυτόν υπόμνημα αναφερόμενο στο εθνικό θέμα του Ελληνικού Κυπριακού λαού και εξέφραζε την επιθυμία, όπως «η Αγγλική Κυβέρνησις εξεύρη τελικώς τον τρόπον να επιληφθή του Κυπριακού ζητήματος από ευρυτέρας απόψεως, ήτις, ικανοποιούσα αφ' ενός την εθνικήν θέλησιν του ιστορικού Κυπριακού λαού, θα εξασφάλιση αφ' ετέρου τα υπέρτερα συμφέροντα της Αγγλίας, άτινα είναι και συμφέροντα της Ελλάδος».


Οι τόμοι του δημοψηφίσματος παραδόθηκαν από την Κυπριακή Πρεσβεία στον ορθόδοξο ναό της Αγίας Σοφίας του Λονδίνου.


Από το Λονδίνο η Πρεσβεία μετέβη στη Νέα Υόρκη και στις 26 Σεπτεμβρίου 1950 παρέδωσε τρίτη σειρά τόμων του δημοψηφίσματος στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών μαζί με αίτηση, με την οποία ζητούσε από τα αρμόδια όργανα του διεθνούς αυτού οργανισμού να ενεργήσουν για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην περίπτωση του λαού της Κύπρου.


(Στην φωτογραφία μέρος του αυθεντικού βιβλίου υπογραφών όπως αυτό διασώζεται σήμερα στο Μουσείο Αγώνος).












https://www.epilekta.com/2018/01/15-1950-957.html

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια