Πως ο διεθνής Σιωνισμός διαμορφώνει τα συναισθήματα των λαών





Διαβάστε την παρακάτω υπόθεση … για να καταλάβετε πως δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες , πως διαμορφώνονται τα συναισθήματα των λαών , πόση τεχνογνωσία και περιπλοκότητα απαιτείται στα επίπεδα της εξουσίας … και πόσο ρηχά κι απλοϊκά αντιμετωπίζονται από τους λαούς τα γεγονότα.

https://www.jewishvirtuallibrary.org/the-lavon-affair?fbclid=IwAR0Kp6hN9XH1yyFO9dFBP_6ff5CQHmyfzLb0hzQRiLBiWjsbRWsJwSBsDdE

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να υποστηρίζουν περισσότερο ενεργά τον Αιγυπτιακό εθνικισμό. Το Ισραήλ φοβόταν ότι αυτή η πολιτική, η οποία ενθάρρυνε τη Βρετανία να αποσύρει τις στρατιωτικές της δυνάμεις από την Διώρυγα του Σουέζ, θα ενίσχυε τις στρατιωτικές βλέψεις του Αιγύπτιου προέδρου Νάσερ εναντίον του Ισραήλ. Το Ισραήλ προσπάθησε αρχικά να επηρεάσει αυτή την πολιτική με διπλωματικά μέσα, αλλά ανεπιτυχώς.

Το καλοκαίρι του 1954 ο συνταγματάρχης Binyamin Gibli, αρχηγός της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών του Ισραήλ, Aman,
έθεσε σε λειτουργία την Επιχείρηση Σουζάνα προκειμένου να αντιστραφεί αυτή η απόφαση.

Ο σκοπός της επιχείρησης ήταν η πραγματοποίηση βομβιστικών επιθέσεων και άλλων ενεργειών σαμποτάζ στην Αίγυπτο με
στόχο την δημιουργία ατμόσφαιρας όπου οι Βρετανοί και Αμερικανοί αντίπαλοι της απόσυρσης των Βρετανικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο, θα αποκτούσαν το πάνω χέρι και θα εμπόδιζαν τη Βρετανική αποχώρηση.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Shabtai Teveth, ο οποίος συνέγραψε μία λεπτομερή περιγραφή της επιχείρησης, ο σκοπός ήταν «να υπονομεύσει τη εμπιστοσύνη των Δυτικών στο υπάρχον (Αιγυπτιακό) καθεστώς δημιουργώντας δημόσια ανασφάλεια και ενέργειες που θα προκαλούσαν συλλήψεις, διαδηλώσεις και πράξεις εκδίκησης, ενώ ταυτόχρονα θα κρυβόταν ο ρόλος του Ισραήλ.

Η ομάδα κλήθηκε να αποφύγει τον εντοπισμό της, έτσι ώστε να πέσει η ευθύνη σε “απροσδιόριστους κακοποιούς” ή “τοπικούς εθνικιστές”».



Ο μυστικός πυρήνας

Ο άκρως απόρρητος πυρήνας, η Μονάδα 131, που επρόκειτο να εκτελέσει την επιχείρηση, υπήρχε από το 1948 και υπαγόταν στην Αμάν από το 1950. Την περίοδο της επιχείρησης Σουζάνα, η Μονάδα 131 ήταν αντικείμενο έντονης διαμάχης μεταξύ της Αμάν (στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών) και της Mossad (υπηρεσία πληροφοριών για το εξωτερικό) για τον έλεγχό της.

Οι πράκτορες της Μονάδας 131 είχαν στρατολογηθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, όταν ο Ισραηλινός αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών, Avraham Dar έφθασε στο Κάιρο, υιοθετώντας ως κάλυψη την ταυτότητα ενός Βρετανού πολίτη από το Γιβραλτάρ, ονόματι John Darling.

Αυτός στρατολόγησε αρκετούς Εβραίους της Αιγύπτου που ασχολούνταν προηγουμένως με παράνομες μεταναστευτικές δραστηριότητες και τους εκπαίδευσε στις μυστικές επιχειρήσεις (παράνομη οργάνωση, συνωμοτικές τακτικές, κατασκευή βομβών που θα έσκαγαν με καθυστέρηση, βόμβες μέσω ταχυδρομείου, χρήση φωτογραφικής μηχανής για κατασκοπεία).

Ένας Ισραηλινός πράκτορας με το όνομα Avri Elad (Avraham Seidenberg) εστάλη για να αναλάβει την οργάνωση του κατασκοπευτικού δικτύου, από τον προκάτοχό του, Avraham Dar.

Ο Seidenberg (φωτό) ήταν φαινομενικά μια καλή επιλογή για μια τόσο επικίνδυνη αποστολή επειδή ήταν Ισραηλινός, και όχι Εβραίος της Αιγύπτου και έτσι είχε περισσότερες πιθανότητες να γίνει πιστευτή η ψεύτικη ταυτότητά του.
Ωστόσο, είχε λίγα να χάσει επειδή είχε συλληφθεί να κάνει πλιάτσικο σε περιουσία Αράβων κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας του Ισραήλ (1948) και ήθελε να αποκατασταθεί η φήμη του.

Ο Seidenberg εστάλη πρώτα στη Γερμανία για να υιοθετήσει την ψεύτικη ταυτότητα του πρώην αξιωματικού των SS, Paul Frank. Έχει διεισδύσει επιτυχώς στο παράνομο δίκτυο των πρώην Ναζί και πήγε στην Αίγυπτο στις αρχές του 1954, με τη νέα του ταυτότητα.

Είχε αρκετές επιτυχίες, αποκαλύπτοντας την υπόγεια διαδρομή με την οποία οι καταζητούμενοι Ναζί εγκληματίες πολέμου διέφευγαν προς τα Άραβικά κράτη, και έκανε τις πρώτες αναφορές για τις προσπάθειες της Αιγύπτου να δημιουργήσει πολεμική βιομηχανία με τη βοήθεια Γερμανών ειδικών. Μόλις έφτασε στην Αίγυπτο άρχισε να στρατολογεί κι άλλα μέλη της εκεί Εβραϊκής κοινότητας.

Η δράση

Στις 2 Ιουλίου 1954, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο: Τοποθέτησαν βόμβες αρχικά σε μερικά ταχυδρομεία και λίγες μέρες αργότερα, σε Αμερικανικές βιβλιοθήκες στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια.
br />Οι αυτοσχέδιες βόμβες, που αποτελούνταν από σακούλες που περιέχαν οξύ τοποθετημένο πάνω από νιτρογλυκερίνη, εισήχθησαν σε βιβλία και τοποθετήθηκαν στα ράφια των βιβλιοθηκών λίγο πριν το κλείσιμό τους.

Λίγες ώρες αργότερα, καθώς το οξύ «έφαγε» τις σακούλες, οι βόμβες εξερράγησαν. Προξένησαν μικρές ζημιές στους στόχους και δεν προκάλεσαν τραυματισμούς ή θανάτους.
Οι ενέργειες αυτές στόχευαν να «κάνουν ξεκάθαρο σε όλο τον κόσμο ότι οι νέοι ηγέτες της Αιγύπτου δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια ομάδα ανόητων εξτρεμιστών, αναξιόπιστων και ανάξιων για αναλάβουν ένα τόσο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο όσο η Διώρυγα του Σουέζ.
Επίσης, έπρεπε να φανεί ότι εξουσία τους ήταν αβέβαιη, ότι αντιμετώπιζαν ισχυρή εσωτερική αντιπολίτευση και, συνεπώς, ήταν ανάξιοι για να θεωρηθούν αξιόπιστοι σύμμαχοι».

Ο Ρόμπερτ Ντάσσα ήταν ένας από τους πρώτους κατασκόπους που συνέλαβαν οι Αιγύπτιοι. Ο Φίλιπ Νάθανσον πιάστηκε λίγο αργότερα, καθ’οδόν για να ανατινάξει έναν κινηματογράφο στην Αλεξάνδρεια, όταν η βόμβα που μετέφερε στην τσέπη του αναφλέχθηκε και στη συνέχεια εξερράγη.

Αυτό που ήταν ιδιαίτερα ύποπτο ήταν ότι έξω από τον κινηματογράφο βρισκόταν ένα πυροσβεστικό όχημα, σαν να περίμενε το συμβάν. Ο Φίλιπ είχε την αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν. Αποδείχθηκε ότι έτσι πράγματι συνέβη.
Ενώ ο Φίλιπ βρισκόταν στο έδαφος, είδε ξαφνιασμένα και φοβισμένα πρόσωπα να κοιτούν κάτω, προς το μέρος του. Όταν κάποιος φώναξε «Προσέξτε! Μπορεί να έχει κι άλλη βόμβα!» , ο Φίλιπ άκουσε έναν αρχιφύλακα της αστυνομίας να λέει: «Μην ανησυχείς, μην ανησυχείς. Τους περιμέναμε, είναι οι άνθρωποι που έβαλαν φωτιά στην Αμερικανική βιβλιοθήκη».

Το ασθενοφόρο τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Μετά από ελαφρά περίθαλψη, ανακρίθηκε από μέλη της στρατιωτικής μυστικής υπηρεσίας της Αιγύπτου, την Muhabarrat. Ο Shmuel Azar και η Marcelle Ninio πιάστηκαν σύντομα. Κανένας από αυτούς δεν είχε προετοιμαστεί από τους Ισραηλινούς χειριστές τους για το ενδεχόμενο αυτό.
Οι Victor Levy, Ρόμπερτ Ντάσσα και ο Φίλιπ Νάθανσον άντεξαν στις επίμονες ανακρίσεις, απειλές και τους περιστασιακούς ξυλοδαρμούς. Υποστήριξαν ότι ήταν κομμουνιστές που ήθελαν να διώξουν τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές από την Αίγυπτο. Αυτό κέρδισε ακόμα και το θαυμασμό και το σεβασμό των Αιγυπτίων, οι οποίοι ήθελαν επίσης να διώξουν τους Βρετανούς.

Αυτό συνέβη, μέχρι ο Shmuel Azar, ο οποίος λόγω χαρακτήρα ήταν ανίκανος να πει ψέματα, παραδέχτηκε ότι ήταν Εβραίοι Σιωνιστές που εργάζονταν για λογαριασμό του κράτους του Ισραήλ.

Ολόκληρο το δίκτυο είχε συλληφθεί μέχρι τις 5 Αυγούστου 1954. Ο “Paul Frank” ή αλλιώς Avraham Seidenberg, εν τω μεταξύ δεν έκανε τίποτα και εγκατέλειψε την Αίγυπτο μόλις στις 5 Αυγούστου, όταν συνελήφθησαν οι Meir Meyuhas και Moshe Marzouk.

Στο Ισραήλ, ο Seidenberg έγινε δεκτός ως ήρωας, όντας το μόνο μέλος του δικτύου που τα είχε καταφέρει. Εν τω μεταξύ, η Marcelle Ninio περίμενε νευρικά, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, προσδοκώντας να φύγει, χωρίς όμως να μπορούσε να το κάνει.

Ο Seidenberg δεν ήρθε ποτέ σε επαφή μαζί της και μάλιστα φαίνεται να ήταν πολύ χαλαρός σε όλη την δοκιμασία. Είχε φτάσει στο σημείο να ενθαρρύνει τους Εβραίους της Αιγύπτου να μην μετακινηθούν καθόλου πριν συλληφθούν. Πολλά χρόνια αργότερα άρχισαν να αμφισβητούν τον ρόλο του Seidenberg στην ιστορία. Η Ισραηλινή μυστική υπηρεσία άρχισε να τον υποπτεύεται πολύ νωρίτερα.

Η δίκη και οι ποινές

Δύο ύποπτοι, ο Yosef Carmon και ο Ισραηλινός Meir Max Bineth (φωτό), αυτοκτόνησαν στη φυλακή. Η δίκη ξεκίνησε στις 11 Δεκεμβρίου και διήρκεσε μέχρι τις 27 Ιανουαρίου 1955. Δύο από τους κατηγορούμενους (οι Moshe Marzouk και Shmuel Azar) καταδικάστηκαν σε εκτέλεση με απαγχονισμό, δύο αθωώθηκαν και οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε μεγάλες ποινές φυλάκισης.

Η δίκη κατακρίθηκε στο Ισραήλ ως δίκη-παρωδία
, αν και η αυστηρή Ισραηλινή στρατιωτική λογοκρισία του τύπου εκείνη την εποχή, σήμαινε ότι το Ισραηλινό κοινό είχε άγνοια για τα γεγονότα της υπόθεσης και στην πραγματικότητα κατέληξε να πιστεύει ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.

Υπήρχαν ισχυρισμοί ότι τα στοιχεία είχαν εξαχθεί με βασανιστήρια.Μετά από επτά χρόνια φυλάκισης, δύο από τους φυλακισμένους πράκτορες (οι Meir Meyuhas και Meir Za’afran) αφέθηκαν ελεύθεροι το 1962. Οι υπόλοιποι αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι τον Φεβρουάριο του 1968, σε συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων πολέμου.

Η σύλληψη του Seidenberg

Ο Isser Harel (φωτό) υπηρέτησε ως επικεφαλής της Shin Bet (μυστική υπηρεσία για το εσωτερικό) και της Mossad από το 1952 ως το 1963. Ήταν ένας γίγαντας της πρώιμων Ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών και ήταν υπεύθυνος για τη σύλληψη του Ναζί εγκληματία πολέμου, Adolph Eichmann και για πολλές άλλες επιχειρήσεις.

Ο Isser Harel ήταν γνωστό ότι δρούσε με τον ένστικτό του -που αποδεικνυόταν συχνά σωστό. Άρχισε να υποπτεύεται τον Avri Elad (ή αλλιώς Avraham Seidenberg). Έδωσε εντολή στον Seidenberg να επιστρέψει από τη Γερμανία και έπειτα τον απομάκρυνε από τις μυστικές υπηρεσίες τον Οκτώβριο του 1956. Όμως ο Seidenberg δεν συνελήφθη ούτε κατηγορήθηκε για τίποτα εκείνη την εποχή.

Για να μαλακώσει το χτύπημα, ο Seidenberg κλήθηκε να γράψει αναφορές για τις δραστηριότητές του στην Αίγυπτο και τη Γερμανία. Του δόθηκε πρόσβαση σε αρχεία και, χρόνια αργότερα, ανακαλύφθηκε ότι πήρε μερικά από τα άκρως απόρρητα έγγραφα στα οποία είχε πρόσβαση.

Εξέτισε μικρή ποινή φυλάκισης, αλλά μετά την ελευθέρωσή του ο πατέρας του που ζούσε στην Αυστρία αρρώστησε και ο Seidenberg πήγε να τον επισκεφθεί. Στην πραγματικότητα, πήγε αρκετές φορές.
Ωστόσο, του απαγορεύτηκε να εισέλθει στη Γερμανία. Πήγε ούτως ή άλλως, και ήρθε σε επαφή με τον Nuri Otman, έναν Αιγύπτιο. Ο Seidenberg έκανε γνωστό ότι ήταν διατεθειμένος να πουλήσει σημαντικές πληροφορίες στην Αίγυπτο με αντάλλαγμα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.

Ο Isser Harel (φωτό) άρχισε να ερευνά τον Seidenberg. Επιβεβαίωσε ότι ο Seidenberg δεν είχε την άδεια να μεταβεί στη Γερμανία ή να έλθει σε επαφή με ξένο πράκτορα.

«Βγάλαμε το συμπέρασμα» δήλωσε ο Harel, «ότι οι παράνομες επαφές του με τον Nuri Otman -αναπληρωτή διοικητή της στρατιωτικής μυστικής υπηρεσίας και επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας του Αιγυπτιακού στρατού – ήταν ο άμεσα υπεύθυνος για τη διερεύνηση των δραστηριοτήτων του “σιωνιστικού δικτύου” το 1954».

Αυτό σήμαινε ότι ο Seidenberg θα μπορούσε κάλλιστα να είναι διπλός πράκτορας που εργαζόταν και για την Αίγυπτο και για το Ισραήλ. Συνεπώς αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να είχε προδώσει το Εβραϊκό κατασκοπευτικό δίκτυο στους Αιγύπτιους χειριστές του και τους άφησε να συλληφθούν και στη συνέχεια να φυλακιστούν, ενώ αυτός διέφυγε».

Ο Issaler Harel εξαπάτησε τον Seidenberg ώστε να επιστρέψει στο Ισραήλ, προσφέροντάς του δήθεν μια καλή επαγγελματική θέση, διατηρώντας παράλληλα μια σύνδεση με τις μυστικές υπηρεσίες. Ο Seidenberg επέστρεψε στο Ισραήλ στα τέλη του 1957.

Ένας ανώτερος υπάλληλος των μυστικών υπηρεσιών έκανε συνέντευξη με τον Seidenberg για μια νέα θέση, ενώ δύο άλλοι ανώτεροι υπάλληλοι των μυστικών υπηρεσιών κρύβονταν «στο γειτονικό δωμάτιο με την πόρτα ελαφρώς ανοιχτή…

Όταν ο Seidenberg έκατσε στην καρέκλα του, ο αξιωματικός που του έπαιρνε συνέντευξη του έκανε την πρώτη ερώτηση: «Πες μου, Avry, θα μπορούσες να ορκιστείς σε όλα τα ιερά ότι δεν κατασκόπευσες ποτέ εναντίον του κράτους του Ισραήλ;»

Ο Avry δίστασε για λίγο, πριν ξεκινήσει μια σειρά προβλέψιμων αρνήσεων. Εκείνη η στιγμή σφράγισε τη μοίρα του». Στην ανάκριση αρνήθηκε τα πάντα. Πολλές εξεταστικές επιτροπές ορίστηκαν και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο είχε διαπράξει ψευδορκία αλλά και ότι οι επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών είχαν ενθαρρύνει μάρτυρες όπως ο Seidenberg για να διαπράξουν ψευδορκία, είχαν πει ψέμματα και είχαν διαπράξει πλαστογραφίες το 1954.

Οι έρευνες στο σπίτι του ανακάλυψαν σωρούς παράνομων, εξαιρετικά ευαίσθητων πληροφοριών. Δικάστηκε γι’αυτά και καταδικάστηκε. (Ωστόσο, μια επιτροπή δεν κατόρθωσε να βρει επαρκή νομικά στοιχεία για να δικάσει τον Seidenberg για την προδοσία των συναδέλφων του στην Αιγυπτιακή αστυνομία το 1954).

Ισχυρίστηκε ότι ολόκληρες οι υπηρεσίες πληροφοριών συνωμοτούσαν εναντίον του και ότι μόνο αυτός έλεγε την αλήθεια. Το δικαστήριο δεν το δέχθηκε αυτό και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα ετών.
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του στην φυλακή Ayalon, τα μέσα μαζικής αναφέρονταν σ’αυτόν ως τον «Τρίτο Άνθρωπο» ή «X», λόγω της κυβερνητικής λογοκρισίας.
Αφού υπηρέτησε δέκα χρόνια ως υποδειγματικός κρατούμενος, αφέθηκε ελεύθερος και για λίγο διάστημα πωλούσε τηλεοράσεις στο Τελ-Αβίβ πριν μεταναστεύσει στην Καλιφόρνια το 1972.

Το 1976, ενώ ζούσε στο Λος Άντζελες, ο Seidenberg (Elad)
παραδέχτηκε δημοσίως ότι ήταν ο «Τρίτος Άνθρωπος» της Υπόθεσης Λαβόν. Το 1980, ο Harel αποκάλυψε δημοσίως στοιχεία ότι ο Seidenberg δούλευε για τους Αιγυπτίους πριν καν την Επιχείρηση Σουζάνα.

Υπόθεση Λαβόν: Το σκάνδαλο που άλλαξε την πολιτική σκηνή του Ισραήλ

Το ποιος έδωσε την εντολή για την Επιχείρηση Σουζάνα παραμένει μέχρι και σήμερα ένα μυστήριο. Σε συσκέψεις με τον Πρωθυπουργό Μοσέ Σαρέτ (φωτό), ο Υπουργός Άμυνας Πίνιας Λαβόν αρνήθηκε κάθε γνώση για την επιχείρηση.

Όταν ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (Αμάν) Gibli ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Λαβόν, ο Σαρέτ διέταξε το σχηματισμό εξεταστικής επιτροπής που απαρτιζόταν από τον Ισραηλινό δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Isaac Olshan και τον πρώτο αρχηγό του Ισραηλινού Στρατού, Yaakov Dori, που όμως δεν βρήκε τεκμηριωμένα στοιχεία ότι ο Λαβόν είχε εγκρίνει την επιχείρηση.

Ο Λαβόν προσπάθησε να ρίξει την ευθύνη στον Σιμόν Πέρες, που ήταν τότε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Άμυνας, και στον Gibli, κατηγορώντας τους για ανυπακοή και εγκληματική αμέλεια.

Ο Σαρέτ έλυσε το δίλημμα παίρνοντας το μέρος του Πέρες, ο οποίος μαζί με τον αρχηγό του Στρατού, Μοσέ Νταγιάν (φωτό) κατέθεσαν εναντίον του Lavon, πριν αυτός παραιτηθεί στις 17 Φεβρουαρίου 1955.

Ο πρώην πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν Γκουριόν διαδέχτηκε τον Lavon ως Υπουργός Άμυνας. Στις 3 Νοεμβρίου 1955, ο Σαρέτ (που δεν γνώριζε προηγουμένως για την επιχείρηση και είχε αρνηθεί έντονα τη συμμετοχή του Ισραήλ), παραιτήθηκε από Πρωθυπουργός και αντικαταστάθηκε από τον Μπεν Γκουριόν.

Τον Απρίλιο του 1960, μια επανεξέταση των πρακτικών της έρευνας βρήκε αντιφάσεις και ένα πιθανώς δόλιο έγγραφο στην αρχική κατάθεση του Gibli που φαίνεται να υποστηρίζει τα λεγόμενα του Λαβόν.

Εκείνη την εποπχή, ανακαλύφθηκε ότι ο Seidenberg (Elad), ο Ισραηλινός πράκτορας υπεύθυνος για την Επιχείρηση Σουζάνα στην Αίγυπτο, είχε διαπράξει ψευδορκία κατά την αρχική έρευνα.

Υποψιάζονταν ότι ο Seidenberg πρόδωσε την ομάδα στις Αιγυπτιακές αρχές, αν και οι κατηγορίες δεν αποδείχτηκαν ποτέ. Τελικά καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 ετών επειδή προσπάθησε να πουλήσει Ισραηλινά έγγραφα σε Αιγυπτίους σε άσχετη υπόθεση.

Ο Μπεν Γκουριόν προγραμμάτισε μυστικές ακροάσεις μιας νέας εξεταστικής επιτροπής υπό την προεδρία του Haim Cohn, δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτή η έρευνα διαπίστωσε ότι πράγματι είχε διαπραχθεί ψευδορκία και ότι ο Λαβόν (φωτό) δεν είχε εγκρίνει την επιχείρηση.

Ο Σαρέτ και ο Levi Eshkol
προσπάθησαν να εκδώσουν μια ανακοίνωση που θα κάλμαρε και τόσο τον Λαβόν, όσο και τους αντιπάλους του. Ο Μπεν Γκουριόν αρνήθηκε να δεχτεί τον συμβιβασμό και το είδε ως τέχνασμα για να διχαστεί το κόμμα Mapai.

Μια άλλη εξεταστική επιτροπή ασχολήθηκε με το θέμα και συμφώνησε με την έρευνα του Cohn. Στη συνέχεια ο Μπεν Γκουριόν παραιτήθηκε από τη θέση του Υπουργού Άμυνας. Αυτό οδήγησε στην διαγραφή του Λαβόν από το εργατικό συνδικάτο Histadrut και σε πρόωρες εκλογές, τα αποτελέσματα των οποίων άλλαξαν την πολιτική σκηνή του Ισραήλ.

Οι λεπτομέρειες της Επιχείρησης Σουζάνα κρατήθηκαν μυστικές από το Ισραηλινό λαό την εποχή της πολιτικής κρίσης. Λόγω της στρατιωτικής λογοκρισίας στο Ισραήλ, οι λεπτομέρειες της υπόθεσης δεν μπορούσαν να καλυφθούν ανοιχτά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε διάλογος, αλλά με τη χρήση κωδικών λέξεων όπως «ανώτερος αξιωματικός», όταν αναφέρονταν στον Gibli, και η «ατυχής επιχείρηση» όταν αναφέρονταν στην Αιγυπτιακή επιχείρηση.

Η επιχείρηση Σουζάνα και η Υπόθεση Λαβόν αποδείχθηκαν καταστροφικές για το Ισραήλ με διάφορους τρόπους: Το Ισραήλ έχασε σημαντικά την υπόληψη και την αξιοπιστία του στις σχέσεις του με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες και πέρασαν χρόνια για να αποκατασταθούν.
Οι πολιτικές συνέπειες προκάλεσαν σημαντική πολιτική αναταραχή στο Ισραήλ που επηρέασε την επιρροή της κυβέρνησής του.


Στις 30 Μαρτίου 2005 το Ισραήλ τίμησε δημοσίως τους επιζώντες κατασκόπους και ο Πρόεδρος Μοσέ Κατσάβ παρέδωσε για λογαριασμό του κράτους,στον καθένα τους βεβαίωση εκτίμησης για την προσφορά του, τερματίζοντας αρνήσεις δεκαετιών για την ευθύνη του Ισραήλ..


ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια